Λόγος β´
1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος
καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανό στήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ
Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μας ἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ
Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν
βλάσφημων καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς
ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἂν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας.
Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἂν καὶ ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο
καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι.
Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι
εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς
ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱ θλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν
σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17).
Ἐὰν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές
ἡδονές…
Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ τὸ θαυμαστό
του, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ πολλὴ προθυμία δὲν αἰσθανόταν τοὺς κόπους του γιὰ
τὴν ἀρετή, ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτὴν χωρὶς ἀμοιβή. Ἐμεῖς βέβαια δὲν
ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτὴν ἂν καὶ ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καὶ
χωρὶς τὰ ἔπαθλα τὴν ἐπιζητοῦσε καὶ τὴν ἀγαποῦσε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ
θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τὰ ξεπερνοῦσε μὲ κάθε εὐκολία. Καὶ δὲν
ἐπικαλέσθηκε οὔτε τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τὴν τυραννίδα τῆς
φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἂν καὶ εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπὸ
τοὺς στρατηγοὺς καὶ ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα
ἦταν ἀκμαῖος, καὶ ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανικὴ
προθυμία. Γιὰ νὰ δείξει αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τὰ ὅσα ἔγιναν στὸ
παρελθὸν καὶ φροντίζοντας γιὰ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3,
14).
Καὶ ἐνῶ περίμενε τὸ θάνατο, καλοῦσε σὲ
συμμετοχὴ τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καὶ νὰ χαίρεστε μαζί μου»
(Φιλιπ. 2, 18). Καὶ ἐνῶ τὸν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καὶ προσβολὲς καὶ κάθε
ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καὶ ὅταν ἔγραφε τὴν ἐπιστολὴ στοὺς Κορινθίους
ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτὸ καὶ εὐφραίνομαι σὲ ἀσθένειες, σὲ προσβολές, σὲ
διωγμοὺς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καὶ τὰ ὀνόμασε αὐτὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης,
ἀποδεικνύοντας ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτὰ εἶχε πολὺ μεγάλες ὠφέλειες καὶ ἀπὸ
παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στοὺς ἐχθρούς του. Καὶ ἐνῶ παντοῦ τὸν βασάνιζαν,
τὸν περιφρονοῦσαν, τὸν κακολογοῦσαν, σὰν νὰ βάδιζε σὲ θριάμβους καὶ νὰ
ἔστησε σταθερὰ τρόπαια σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καὶ
εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στὸ Θεὸ ὁ ὁποῖος
πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σὲ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).
2.-. Καὶ τὴν κακοποίηση καὶ τὴν προσβολὴ
γιὰ τὸ κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴν τιμή, καὶ τὸ
θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὴ ζωή, καὶ τὴ φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τὸν πλοῦτο,
καὶ τοὺς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τὶς ἀνέσεις, καὶ ὄχι ἁπλὰ
περισσότερο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, καὶ τὴ λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο
ἄλλοι τὴ χαρά, καὶ τὸ νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς ἐχθροὺς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸ
νὰ τοὺς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καὶ ἀνάτρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων, ἢ
καλύτερα ἐμεῖς τὴν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τὴ νομοθέτησε ὁ Θεός,
ἔτσι τὴ φύλασσε. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἦταν σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ἐκεῖνα ὅμως
ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τὸ ὅτι ὁ Παῦλος, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος,
ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτὰ παρὰ ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερὸ
γι᾿ αὐτὸν καὶ ἀπόφευγε, τὸ νὰ ἀντιμάχεται τὸ Θεό, καὶ τίποτε ἄλλο.
Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δὲν τοῦ ἦταν
ποθητό, ὅσο τὸ νὰ ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ δὲ λέγω τίποτε ἀπὸ τὰ παρόντα,
ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τὶς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη
καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ χρήματα καὶ τὶς σατραπεῖες
καὶ τὶς δυναστεῖες, γιατὶ οὔτε ἱστὸ ἀράχνης τὰ θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλὰ
σκέψου αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στοὺς οὐρανοὺς καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴ σφοδρὴ
ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Χριστό. Γιατὶ ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀγάπη δὲ
θαύμασε οὔτε τὴν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο
παρόμοιο.
Εἶχε μέσα του πιὸ μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοῦτο θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν πιὸ
εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ χωρὶς αὐτό, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ
τὶς κυριότητες, οὔτε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν
ταγμάτων), ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη αὐτὴν ἤθελε περισσότερο νὰ εἶναι
ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους καὶ τοὺς κολασμένους, παρὰ χωρὶς αὐτὴν ἀνάμεσα
στοὺς πρώτους καὶ τιμημένους. Γιατὶ κόλαση γι᾿ αὐτὸν ἦταν μία, τὸ νὰ
χάσει τὴν ἀγάπη αὐτήν.
Αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο γέεννα, αὐτὸ
τιμωρία, αὐτὸ ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἀπόλαυση, τὸ νὰ πετύχει τὴν
ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή του, αὐτὸ ὁ κόσμος του, αὐτὸ ὁ ἄγγελὸς του, αὐτὸ
τὰ παρόντα, αὐτὸ τὰ μέλλοντα, αὐτὸ βασιλεία, αὐτὸ ὑπόσχεση, αὐτὸ τὰ
ἄπειρα ἀγαθά. Καὶ κάθε ἄλλο ποὺ δὲν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δὲν τὸ θεωροῦσε οὔτε
δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τὰ ὁρατά, ὅπως τὸ
σάπιο χόρτο. Καὶ οἱ τύραννοι καὶ οἱ πόλεις ποὺ ἄφριζαν ἀπὸ θυμὸ τοῦ
φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καὶ οἱ τιμωρίες καὶ τὰ πάρα
πολλὰ βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικὰ παιχνίδια. Ἀλλὰ βέβαια τὰ
ὑπόφερε γιὰ τὸ Χριστό.
3.-. Γιατὶ τότε τὰ δεχότανε μὲ χαρὰ
αὐτὰ καὶ στὰ δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δὲ θὰ ὑπερηφανευόταν ὁ
Νέρων ὅταν εἶχε στὸ κεφάλι του τὸ βασιλικὸ διάδημα. Καὶ ἔμεινε στὴ
φυλακή, σὰν νὰ ἦταν ὁ οὐρανός, καὶ δεχόταν τὰ κτυπήματα καὶ τὶς
μαστιγώσεις πιὸ εὐχάριστα άπὸ ἐκείνους ποὺ ἁρπάζουν τὰ βραβεῖα. Καὶ τοὺς
πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὰ ἔπαθλα, θεωρώντας τοὺς πόνους ὅτι
εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ὀνόμαζε χάρη.
Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τὸ νὰ πεθάνει
καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, τὸ νὰ παραμείνει ὅμως στὴ ζωή, ἦταν
αὐτὸς ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτὸ προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ λέγει
ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τὸ νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὸ Χριστό, ἦταν ἀγώνας
καὶ κόπος, ἢ καλύτερα περισσότερο ἀπὸ ἀγώνα καὶ κόπο· τὸ νὰ παραμένει
μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτὸ ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο γιὰ χάρη
τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ πεῖ κανείς, ὅτι
ὅλα αὐτὰ τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν λέγω καὶ
ἐγώ, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτὰ προκαλοῦσαν
σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καὶ γιατὶ λέγω τοὺς κινδύνους καὶ τὶς
ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικὰ ἦταν σὲ διαρκὴ λύπη· γι᾿ αὐτὸ καὶ
ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ καὶ ἐγὼ μαζί του; ποιός
σκανδαλίζεται καὶ δὲν δοκιμάζομαι καὶ ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως
καὶ τὴ λύπη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶχε σὰν εὐχαρίστηση. Γιατὶ
πολλοὶ καὶ ὅταν χάσουν τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ θρηνοῦν,
παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Παῦλος, κλαίοντας
νύκτα καὶ ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατὶ κανένας δὲν πένθησε ἔτσι τὰ δικά
του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τὰ ξένα. Πῶς λοιπὸν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται,
ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δὲ σώζονται, γιὰ νὰ σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νὰ
ἐκπέσει αὐτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ νὰ μὴ
σωθοῦν αὐτοὶ ἦταν πολὺ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατὶ ἂν δὲν ἦταν χειρότερο,
δὲν θὰ εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τὸ προτίμησε σὰν ἐλαφρότερο
καὶ ποὺ ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλὰ φώναζε
λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καὶ ἀδιάκοπος πόνος στὴν καρδιά
μου» (Ρωμ. 9, 2).
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ὑπόφερε καθημερινά,
σχεδόν, γιὰ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καὶ γιὰ ὅλους μαζί, καὶ
γιὰ τὰ ἔθνη, καὶ γιὰ τὶς πόλεις καὶ γιὰ τὸν καθένα χωριστά, μὲ ποιόν θὰ
μπορέσει νὰ τὸν συγκρίνει κανείς; μὲ ποιό σίδηρο; μὲ ποιό διαμάντι; Τί
θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλέσει κανεὶς τὴν ψυχὴν ἐκείνη; χρυσὴ ἢ ἀδαμάντινη;
γιατὶ ἦταν σκληρότερη ἀπὸ κάθε διαμάντι καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι
καὶ τὶς πολύτιμες πέτρες. Θὰ ξεπεράσει λοιπὸν τὴν ἀντοχὴ τοῦ διαμαντιοῦ
καὶ τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μὲ ποιό λοιπὸν στοιχεῖο θὰ μποροῦσε νὰ τὴν
συγκρίνει κανείς; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. Ἂν ὅμως ὁ Χριστὸς
μποροῦσε νὰ γίνει διαμάντι καὶ τὸ διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θὰ
μπορέσει νὰ τὴ συγκρίνει μὲ τὴν εἰκόνα τους.
4.-. Ἀλλὰ γιατὶ νὰ τὴν συγκρίνω μὲ
διαμάντι καὶ χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ τότε θὰ δεῖς ὅτι ἡ ψυχὴ
τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατὶ ἀφοῦ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν
φορώντας γιὰ ροῦχα δέρματα ζώων καὶ ζώντας σὲ σπήλαια καὶ σὲ τρύπες τῆς
γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολὺ περισσότερο θὰ
μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ τὸ ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ πραγματικὰ ἦταν πιὸ ἄξιος
ἀπ᾿ ὅλους. Ἐὰν λοιπὸν ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν
ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι μικρό. Γιατὶ ἀφοῦ
αὐτὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ εὑρισκόμενα στοὺς οὐρανοὺς προτίμησε τὴν
ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος ποὺ εἶναι τόσο ἀγαθότερος
ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπὸ τὴν πονηρία, θὰ τὸν προτιμήσει αὐτὸν ἀπὸ
ἄπειρους οὐρανούς. Γιατὶ δὲν μᾶς ἀγαπᾶ μὲ ὅμοιο τρόπο, ποὺ ἐμεῖς τὸν
ἀγαποῦμε, ἀλλὰ τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μὲ λόγια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
τὸ παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπὸν γιὰ πόσα τὸν θεώρησε ἄξιο
καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μέλλουσα ἀνάσταση. Στὸν Παράδεισο τὸν ἅρπαξε, στὸν
τρίτο οὐρανὸ τὸν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τὰ ὁποῖα δὲν
ἐπιτρέπεται σὲ κανένα ἄνθρωπο νὰ πεῖ. Καὶ πολὺ σωστά. Γιατὶ ἐνῶ βάδιζε
στὴ γῆ, σὰν νὰ περιπολοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τὰ πάντα,
καὶ ἐνῶ εἶχε θνητὸ σῶμα, παρουσίαζε τὴν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἐνῶ
ὑπέκειτο σὲ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νὰ μὴ φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπὸ
τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατὶ πραγματικὰ σὰν ἀσώματος περιφρονοῦσε τοὺς
πόνους καὶ τοὺς κινδύνους, καὶ σὰν νὰ κέρδισε ἤδη τὸν οὐρανό,
περιφρονοῦσε τὰ γήινα, καὶ σὰν νὰ συναναστρεφόταν μαζὶ μ᾿ αὐτὲς τὶς
ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση.
Βέβαια πολλὲς φορὲς ἄγγελοι ἀνέλαβαν νὰ
προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔθνος, ποὺ τοῦ
παραδόθηκε, δὲν τὸ φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Καὶ μὴ μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκαμνε, καθόσον καὶ
ἐγὼ τὸ ὁμολογῶ. Γιατὶ καὶ ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλὰ
οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό του
τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαὴλ ἀνάλαβε τὸ ἔθνος τῶν
Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καὶ 10, 13.21), ὁ Παῦλος ὅμως τὴ γῆ καὶ τὴ
θάλασσα καὶ τὸ κατοικούμενο μέρος καὶ τὸ ἀκατοίκητο. Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ
λέγω μὲ σκοπὸ νὰ προσβάλλω τοὺς ἀγγέλους, μακριὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια σκέψη,
ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ
εἶναι μαζὶ μ᾿ ἐκείνους καὶ νὰ στέκεται κοντὰ τους. Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν
ἀνέλαβαν αὐτὰ οἱ ἄγγελοι; Γιὰ νὰ μὴν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι
ἀδιάφορος, οὔτε νὰ καταφεύγεις στὴ διαφορὰ τῆς φύσης ὅταν παραμένεις
ἄπρακτος. Ἄλλωστε καὶ τὸ θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι
θαυμαστὸ καὶ παράξενο, ὁ λόγος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἀνθρώπινη γλώσσα νὰ
διώχνει τὸ θάνατο, νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νὰ διορθώνει τὴν ἀνάπηρη φύση
καὶ νὰ κάνει οὐρανὸ τὴ γῆ;
5.-. Γι᾿ αὐτὸ ἐκπλήσσομαι μὲ τὴ δύναμη
τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὰ θαυμάζω τὴν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδὴ δέχτηκε τόση
χάρη, ἐπειδὴ ἔκαμε τέτοιον τὸν ἑαυτό του. Καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ
θαυμάζετε μόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμεῖσθε τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῆς ἀρετῆς,
γιατὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ λάβουμε τὰ ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐὰν
ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἂν κατορθώσεις τὰ ἴδια, θὰ πετύχεις τὰ ἴδια
μὲ τὸν Παῦλο, ἄκουσε αὐτὸν νὰ λέγει τὰ ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τὸν καλὸ
ἀγώνα, ἔχω φθάσει στὸ τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τὴν πίστη. Λοιπὸν
μοῦ ἐπιφυλάσσεται τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ δώσει σὰν
ἀνταμοιβὴ ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη· καὶ ὄχι
μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλους ποὺ ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐμφάνισή του»
(Β´ Τιμ. 4, 7-8).
Βλέπεις πῶς ὅλους τοὺς καλεῖ στὴν ἴδια
κοινωνία; Ἐπειδὴ λοιπὸν ὑπάρχουν τὰ ἴδια γιὰ ὅλους, ἂς φροντίσουμε ὅλοι
νὰ γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ ἂς μὴ δοῦμε
μόνο τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος τῆς
προθυμίας, μὲ τὴν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καὶ τὴ συγγένεια τῆς φύσης,
γιατὶ εἶχε ὅλα αὐτὰ τὰ κοινὰ μ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἔτσι καὶ τὰ ὑπερβολικὰ δύσκολα
θὰ μᾶς φανοῦν εὔκολα καὶ ἐλαφρά, καὶ ἀφοῦ κοπιάσουμε στὸ σύντομο αὐτὸ
χρόνο, θὰ φορέσουμε τὸ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μὲ τὴ χάρη
καὶ τὴ φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ
δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου