Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι·
ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.
Ἀκοῦστε τή θαυμάσια μελωδία τοῦ στίχου
τούτου, αὐτὴ τὴν κραυγή πού ξαφνικὰ γεμίζει τὴν ἐκκλησία «… ὅτι
θλίβομαι!» – καὶ θὰ καταλάβετε τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη
Σαρακοστή: τὸ μυστηριῶδες μίγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ
φωτός μὲ τὸ σκοτάδι.
Ἡ ὅλη προετοιμασία ἔφτασε πιὰ στό τέλος.
Στέκομαι μπροστὰ στόν Θεό, μπροστὰ στή
δόξα καὶ στήν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του. Συνειδητοποιῶ ὅτι ἀνήκω σ’
αὐτή, ὅτι δέν ἔχω ἄλλη κατοικία, οὔτε ἄλλη χαρά, οὔτε ἄλλο σκοπό.
Συναισθάνομαι ἀκόμα ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ αὐτὴ μέσα στό σκοτάδι καὶ στή λύπη τῆς ἁμαρτίας· γι’ αὐτὸ «θλίβομαι»!
Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς
μπορεῖ νά μὲ βοηθήσει σ’ αὐτὴ τή θλίψη, ὅτι μόνον σ’ Αὐτὸν μπορῶ νά πῶ
«πρόσχες τῇ ψυχῇ μου». Μετάνοια πάνω ἀπ’ ὅλα, εἶναι τὸ ἀπελπισμένο
κάλεσμα γιά τή Θεία βοήθεια.
Πέντε φορὲς ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ τὸ
«Προκείμενο». Καὶ τότε νά! ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει. Τὰ φωτεινὰ
χρωματιστὰ ἄμφια καὶ καλύμματα τοῦ Ναοῦ ἀλλάζουν· τὰ φῶτα σβήνουν. Ὁ
ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς αἰτήσεις, ὁ χορὸς ἀπαντάει μὲ τὰ «Κύριε ἐλέησον» τὴν
κατ’ ἐξοχὴν σαρακοστιανὴ ἀπάντηση.
Γιά πρώτη φορὰ διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ
Ἁγίου Ἐφραίμ πού συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας
ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν
ἀμοιβαία συγχώρεση.
Ἀλλὰ καθὼς γίνεται αὐτὴ ἡ ἱεροτελεστία
τῆς συμφιλίωσης, καθὼς ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἐγκαινιάζεται μ’ αὐτὴ τὴν
κίνηση τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης, ὁ χορὸς ψάλλει
πασχαλινοὺς ὕμνους, “ἔδωκας σημείωσιν τοῖς φοβουμένοις σε Κύριε…”
Πρόκειται τώρα πιὰ νά περιπλανηθοῦμε
σαράντα ὁλόκληρες μέρες στήν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ὅμως ἀπὸ τώρα
βλέπουμε νά λάμπει στό τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ.
Fr.Alexander Schmemann,
Αναδημοσίευση έκ τής ιστοσελίδος τής Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα .