Γράφει στήν ανακοίνωση :
Εν Πειραιεί τη 28η Απριλίου 2025
ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΘΑΝΟΝΤΑ «ΠΑΠΑ» ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ
Ο «Πάπας» Φραγκίσκος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, πέθανε, αφήνοντας πίσω τον παπικό δοξασμό, την ψευδαίσθηση ότι είναι ο έχων τις εξουσίες του κόσμου και «όλης» της Εκκλησίας, ως «αντιπρόσωπος του Θεού στη γη», την παπική χλιδή, τις επευφημίες της πληθώρας των κολάκων του σκοτεινού Βατικανού και των υπηκόων του, τις τιμές που απολάμβανε ως «αρχηγός κράτους», κ.α.
Σύμφωνα, όμως, με την ορθόδοξη υμνολογία μας «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται» και «Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται»[1]. Ο «μακαριστός» Φραγκίσκος «γυμνός» από όλη την κοσμική μεγαλοπρέπεια και παπική ματαιοδοξία, πορεύεται να παραβρεθεί ενώπιον του Δικαιοκρίτη Θεού να απολογηθεί.
Φυσικά, δεν είμαστε εμείς οι κριτές του, αλλά η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθοδοξία, δια των αγίων Συνόδων και των αγίων και θεοφόρων Πατέρων. Αυτοί μπορούν να τον κρίνουν, καταλογίζοντάς του το φοβερό αμάρτημα του αμετανόητου αιρεσιάρχη, ο οποίος, δεν φέρει απλά την ευθύνη του αιρετικού, αλλά του αιρεσιάρχη, που σημαίνει ότι δεν θα απολογηθεί στο Θεό μόνο για τις δικές του αιρετικές δοξασίες, αλλά και για τις πλάνες που διατήρησε στα εκατομμύρια των πιστών τις «εκκλησίας» του. Παρά ταύτα, ως άνθρωποι, έχουμε την υποχρέωση να προσευχόμαστε γι’ αυτόν, όπως και για όλους τους ανθρώπους, να βρει έλεος. ...
Καί κλείνει η ανακοίνωση μέ... προσευχή υπέρ ελέους τού ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ :
Προσευχόμαστε ο αποθανών Φραγκίσκος να βρει έλεος ενώπιον του Δικαιοκρίτη Θεού...
!!!!!!!!!!!!!!!!
ΠΟΥ ΤΟ ΕΙΔΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ''ΧΡΕΟΣ'' ΤΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ;
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΙ, ΟΥΤΕ ΕΥΧΕΤΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ ΚΑΙ ΚΗΡΥΤΤΕΙ ΠΩΣ ΚΟΛΑΖΟΝΤΑΙ ΜΟΛΙΣ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ .
ΟΙ ΔΕ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΕΣ ΚΟΛΑΖΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ !
ΑΝ ΗΤΑΝ ΕΤΣΙ, ΤΟΤΕ ΘΑ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΙ ΥΜΝΟΥΣ ΥΠΕΡ ΕΛΕΟΥΣ ΤΩΝ ΤΕΘΝΕΩΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ...
ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΜΗΠΩΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΚΑΙ... ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ;
ΑΥΤΑ ΟΛΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΠΕΙΛΗ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΥ !
« Εί τίς τής χριστιανοκατηγορικής αιρέσεως όντα τινά ή έν εαυτή τόν βίον απορρήξαντα , διεκδικεί ( = δικαιώνει ) ανάθεμα », πού σημαίνει όποιος δικαιώνει κάποιον πού είναι σέ αίρεση ή πέθανε στήν αίρεση, ανάθεμα σ´ αυτόν τόν ίδιο !
Καί « ο μή λέγων τοίς αιρετικοίς ανάθεμα , ανάθεμα έστω » ( πρακτικά Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου Μ13 400 ). Δηλαδή , όποιος δέν λέει ανάθεμα στούς αιρετικούς , ανάθεμα σ΄ αυτόν τόν ίδιο ! Πρόσχωμεν αδερφοί ! Όσο καί άν επιθυμούμε τήν σωτηρία τών ανθρώπων, δέν πρέπει νά ξεχνάμε τό ότι , κατά τόν Άγιο Ιωάννη τόν Σιναΐτη , ο αιρετικός Ωριγένης , νόσησε '' ψεύτικη φιλανθρωπία Τού Θεού '' καί αναθεματίστηκε !
ΠΑΛΙ ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΑΠ΄ ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ''ΑΝΤΙΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ'' ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ , ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΡΟΜΕΡΑ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ !!!
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΟΣΟ ΑΚΟΜΑ ΖΟΥΝ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΦΩΤΙΣΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ .
''ΤΟΥΣ ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΟΥΣ ΕΠΑΝΑΓΑΓΕ ΚΑΙ ΣΥΝΑΨΟΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΣΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ'' ΛΕΕΙ .
ΤΟΥΣ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΣΟ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙΡΟ .
ΑΝ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΟΜΩΣ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΙ, ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΓΙ΄ ΑΥΤΟΥΣ , ΑΛΛΑ ΜΟΝΟΝ ΛΕΕΙ
ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙΣ
ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ :
(Ανάθεμα=χωρισμός απ΄τόν Θεόν)
Έκ τού «Συνοδικού τής Ορθοδοξίας» :
§30 Τοις λόγω μεν την ένσαρκον οικονομίαν τού Θεού Λόγου δεχομένοις, οράν δε ταύτην δι’ εικόνων ουκ ανεχομένοις, και δια τούτο ρήματι μεν κατασχηματιζομένοις, πράγματι δε την σωτηρίαν ημών αρνουμένοις, ανάθεμα (α΄).
§31 Τοις τω ρήματι τού απεριγράπτου κακώς προσφυομένοις, και δια τούτο μη βουλομένοις εικονογραφείσθαι τον παραπλησίως ημίν σαρκός και αίματος κεκοινωνηκότα Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών, και εντεύθεν φαντασιασταίς δεικνυμένοις, ανάθεμα (α΄).
§32 Τοις τας μεν προφητικάς οράσεις, καν μη βούλοιντο, παραδεχομένοις, τας δ’ οφθείσας αυτοίς εικονογραφίας –ω θαύμα!– και προ σαρκώσεως τού Λόγου μη καταδεχομένοις, αλλ’ ή αυτήν την άληπτόν τε και αθέατον ουσίαν οφθήναι τοις τεθεαμένοις κενολογούσιν, ή εικόνας μεν ταύτα τής αληθείας και τύπους και σχήματα εμφανισθήναι τοις εωρακόσι συντιθεμένοις, εικονογραφείν δε ενανθρωπήσαντα τον Λόγον και τα υπέρ ημών αυτού πάθη ουκ ανεχομένοις, ανάθεμα (α΄).
§33 Τοις ακούουσι τού Κυρίου ως «ει επιστεύετε Μωϋσή, επιστεύετε αν εμοί» και τα εξής, και το «προφήτην υμίν αναστήσει ο Κύριος ο Θεός ημών ως εμέ» τού Μωσέως λέγοντος, συνιούσιν, είτα λέγουσι δέξασθαι μεν τον προφήτην, ουκ εισάγουσι δε δι’ εικονισμάτων την τού προφήτου χάριν και την παγκόσμιον σωτηρίαν, ως ωράθη, ως συνανεστράφη ανθρώποις, ως πάθη και νόσους ιάσεως μείζονας εθεράπευσεν, ως εσταυρώθη, ως ετάφη, ως ανέστη, ως πάντα [τα] υπέρ ημών έπαθέ τε και εποίησε· τοις ουν ταύτα τα παγκόσμια και σωτήρια έργα εν εικόσιν οράν μη ανεχομένοις μηδέ τιμώσιν αυτά και προσκυνούσιν, ανάθεμα (γ΄).
§34 Τοις επιμένουσι τη εικονομάχω αιρέσει, μάλλον δε τη χριστομάχω αποστασία, και μήτε δια τής μωσαϊκής νομοθεσίας προς την σωτηρίαν αυτών αναχθήναι βουλομένοις μήτε ταις αποστολικαίς διδασκαλίαις εναστραφθήναι την ευσέβειαν προαιρουμένοις μήτε [ταις] πατρικαίς παραινέσεσι και εισηγήσεσι τής πλάνης αυτών επιστραφήναι πειθομένοις μήτε τη συμφωνία τών ανά πάσαν την οικουμένην εκκλησιών τού Θεού δυσωπουμένοις, αλλ’ εφ’ άπαξ εαυτούς τη τών Ιουδαίων και Ελλήνων μερίδι καθυποβαλλομένοις · α γαρ αμέσως εκείνοι εις το πρωτότυπον βλασφημούσι, και ούτοι δια τής αυτού εικόνος εις αυτόν εκείνον τον εικονιζόμενον τολμάν ουκ ερυθριώσι· τοις ουν ανεπιστρόφως τη πλάνη ταύτη κατεχομένοις και προς πάντα λόγον θείον και πνευματικήν διδασκαλίαν τα ώτα βεβυσμένοις, ως ήδη λοιπόν σεσηπόσι και τού κοινού σώματος τής Εκκλησίας αποτεμούσιν εαυτούς, ανάθεμα (γ΄).
§35 Τοις εισάγουσιν επί τής αρρήτου ενσάρκου οικονομίας τού Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού καινοφωνίας τινάς, και λέγουσιν ή φρονούσι προσκυνείν το ανθρώπινον τού Χριστού τη απροσίτω θεότητι δουλικώς, και την δουλείαν αΐδιον κεκτήσθαι ως ουσιώδη και αναπόβλητον, ανάθεμα (γ΄).
§36 Τοις μη μετά πάσης ευλαβείας χρωμένοις τη κατ' επίνοιαν διαιρέσει προς δήλωσιν μόνον τής ετερότητος τών εν Χριστώ συνδραμουσών αρρήτως δύο φύσεων και εν αυτώ ασυγχύτως και αδιαιρέτως ηνωμένων, αλλά καταχρωμένοις τη τοιαύτη διαιρέσει και λέγουσι «το πρόσλημμα ου τη φύσει μόνον έτερον, άλλα και τη αξία» και ότι «λατρεύει Θεώ και υπηρεσίαν προσφέρει δουλικήν και [τιμήν] την προσήκουσαν απονέμει ως οφειλήν, καθά περ τα λειτουργικά πνεύματα τα τω Θεώ υπηρετούντά τε και λατρεύοντα δουλικώς», και ιδία «το πρόσλημμα αρχιερέα μέγιστον είναι» διδάσκουσι, και ουχί τον Θεόν Λόγον ότι γέγονεν άνθρωπος, ως δια τών τοιούτων τον ένα Χριστόν τον Κύριον ημών και Θεόν διαιρείν τολμώσιν υποστατικώς, ανάθεμα (γ΄).
§37 Τοις λέγουσιν, ότι την εν τω καιρώ τού κοσμοσωτηρίου πάθους τού Κυρίου και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού προσαχθείσαν υπέρ τής ημών σωτηρίας παρ' αυτού θυσίαν τού τιμίου αυτού σώματός τε και αίματος, ως αρχιερέως, κατά το ανθρώπινον δι' ημάς χρηματίσαντος, ότι περ ο αυτός και Θεός και θύτης και θύμα, κατά τον πολύν εν θεολογία Γρηγόριον, προσήγαγε μεν αυτός τω Θεώ και Πατρί, ου προσεδέξατο δε ως Θεός μετά τού Πατρός, αυτός τε ο μονογενής και το Πνεύμα το άγιον, ως δια τούτων αποξενούσιν αυτόν τε τον Θεόν Λόγον και το ομοούσιον και ομόδοξον τούτου παράκλητον Πνεύμα τής θεοπρεπούς ομοτιμίας τε και αξίας, ανάθεμα (γ΄).
§38 Τοις την καθ' έκαστην προσαγομένην θυσίαν υπό τών παραλαβόντων από Χριστού την τών θείων μυστηρίων ιερουργίαν, μη δεχομένοις τη αγία Τριάδι προσάγεσθαι, ως αντιφθεγγομένοις εντεύθεν τοις ιεροίς και θείοις πατράσι Βασιλείω τε και Χρυσορρήμονι, οις συμφωνούσι και οι λοιποί θεοφόροι πατέρες εν τοις οικείοις λόγοις τε και συγγράμμασιν, ανάθεμα (γ΄).
§39 Τοις ακούουσι μεν τού σωτήρος περί τής παρ' αυτού παραδοθείσης τών θείων μυστηρίων ιερουργίας λέγοντος· «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», μη εκλαμβανομενοις δε ορθώς την ανάμνησιν, αλλά τολμώσι λέγειν ότι καινίζει φανταστικώς και εικονικώς την επί τού τιμίου σταυρού παρά τού σωτήρος ημών προσαχθείσαν θυσίαν τού ιδίου σώματός τε και αίματος, εις κοινόν τής ανθρωπίνης φύσεως λύτρον τε και εξίλασμα, η καθ' εκάστην προσαγομένη θυσία παρά τών τα θεία ιερουργούντων μυστήρια, καθώς ο σωτήρ ημών και δεσπότης τών όλων παρέδωκε· και δια τούτο άλλην είναι ταύτην παρά την εξ αρχής τω σωτήρι τετελεσμένην εισάγουσι και προς εκείνην φανταστικώς και εικονικώς αναφερομένην, ως κενούσι το τής φρικτής και θείας ιερουργίας μυστήριον, δι' ού τον τής μελλούσης ζωής αρραβώνα λαμβάνομεν, και ταύτα τού θείου πατρός ημών Ιωάννου τού χρυσορρήμονος διατρανούντος τής θυσίας το απαράλλακτον και μίαν και την αυτήν είναι φάσκοντος εν πολλαίς τών τού μεγάλου Παύλου ρητών εξηγήσεσιν, ανάθεμα (γ΄).
§40 Τοις τας χρονικάς διαστάσεις επί τής καταλλαγής τής ανθρωπίνης φύσεως προς την θείαν και μακαρίαν φύσιν τής ζωαρχικής και πανακηράτου Τριάδος επινοούσι και παρεισάγουσι, και πρότερον μεν τω μονογενεί Λόγω νομοθετούσιν εξ αυτής κατηλλάχθαι ημάς τής προσλήψεως, ύστερον δε τω Θεώ και Πατρί κατά το σωτήριον πάθος τού σωτήρος Χριστού, και διαιρούσι τα αδιαίρετα, τών θείων και μακαρίων πατέρων δια τού τής οικονομίας μυστηρίου παντός καταλλάξαι ημάς εαυτώ τον μονογενή διδασκόντων, και δι’ εαυτού τε και εν εαυτώ τω Θεώ και Πατρί, ακολούθως δε πάντως και τω παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, ως καινών και εκφύλων εφευρεταίς, ανάθεμα (γ΄).
§41 Αναστασίω, Κωνσταντίνω και Νικήτα, τοις επί τών Ισαύρων κατάρξασι τών αιρέσεων, ως ανιέροις και οδηγοίς απωλείας, ανάθεμα (γ΄).
§42 Θεοδότω, Αντωνίω και Ιωάννη, τοις αλληλοπροξένοις τών κακών και ετεροδιαδόχοις την δυσσέβειαν, ανάθεμα (γ΄).
§43 Παύλω τω εις Σαύλον αποστρέψαντι και Θεοδώρω τω επικαλουμένω Γάστη και Στεφάνω τω Μολύτη, έτι δε και Θεοδώρω τω Κριθίνω και Λουλουδίω τω Λέοντι, και προς τούτοις, ει τις τοις ειρημένοις όμοιος την δυσσέβειαν, εν οποίω αν είη καταλόγω κλήρου, αξιώματος τινός ή επιτηδεύματος εξεταζόμενος· τούτοις άπασιν επιμένουσιν αυτών τη δυσσεβεία, ανάθεμα (γ΄).
§44 Γεροντίω τω εκ Λάμπης μεν ορμωμένω, εν δε τη Κρήτη τον ιόν τής αυτού μυσαράς αιρέσεως εξεμέσαντι και ηλειμμένον εαυτόν αποκαλέσαντι επ’ ανατροπή –φεύ!– τής σωτηριώδους οικονομίας τού Χριστού συν τοις διεστραμμένοις αυτού δόγμασι και συγγράμμασι και τοις ομόφροσιν αυτώ, ανάθεμα (γ΄).
Κατά τού Ιταλού Ιωάννου, κεφάλαια ια΄ (ή ι΄)
α΄
§45 Τοις όλως επιχειρούσιν οίαν δη τινα ζήτησιν και διδαχήν τη αρρήτω ενσάρκω οικονομία τού σωτήρος ημών και Θεού επάγειν και ζητείν οίω τρόπω αυτός ο Θεός Λόγος τω ανθρωπίνω φυράματι ήνωται και την προσληφθείσαν σάρκα κατά τίνα λόγον εθέωσε, και λόγοις διαλεκτικοίς φύσιν και θέσιν επί τής υπέρ φύσιν καινοτομίας τών δύο φύσεων τού Θεού και ανθρώπου λογομαχείν πειρωμένοις, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§46 Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις, τα τών Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων και ουρανού και γης και τών άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§47 Τοις την μωράν τών έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις και τας τε μετεμψυχώσεις τών ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτων ανάστασιν και κρίσιν και την τελευταίαν τών βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν, ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§48 Τοις την ύλην άναρχον και τας ιδέας ή συνάναρχον τω δημιουργώ πάντων και Θεώ δογματίζουσι, και ότι περ ουρανός και γη και τα λοιπά τών κτισμάτων αΐδιά τε εισί και άναρχα και διαμένουσιν αναλλοίωτα, και αντινομοθετούσι τω ειπόντι· «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι», και από γης κενοφωνούσι και την θείαν αράν επί τας εαυτών άγουσι κεφαλάς, ανάθεμα (γ΄).
ε΄
§49 Τοις λέγουσιν ότι οι τών Ελλήνων σοφοί και πρώτοι τών αιρεσιαρχών, οι παρά τών επτά αγίων και καθολικών συνόδων και παρά πάντων τών ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντες ως αλλότριοι τής καθολικής εκκλησίας, δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν, κρείττονες εισί κατά πολύ και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει τών ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων, ανάθεμα (α΄).
στ΄
§50 Τοις μη πίστει καθαρά και απλή και ολοψύχω καρδία τα τού σωτήρος ημών και Θεού και τής αχράντως αυτόν τεκούσης δεσποίνης ημών [και] θεοτόκου και τών λοιπών αγίων εξαίσια θαύματα δεχομένοις, αλλά πειρωμένοις αποδείξεσι και λόγοις σοφιστικοίς ως αδύνατα διαβάλλειν ή κατά το δοκούν αυτοίς παρερμηνεύειν και κατά την ιδίαν γνώμην συνιστάν, ανάθεμα (α΄).
ζ΄
§51 Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι, και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε και ετέρους ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως, ανάθεμα (α΄).
η΄
§52 Τοις μετά τών άλλων μυθικών πλασμάτων αφ’ εαυτών και την καθ’ ημάς πλάσιν μεταπλάττουσι και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά τών ιδίων μορφούσθαι λέγουσι και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον τού δημιουργού τού από τού μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς, ανάθεμα (α΄).
θ΄
§53 Τοις λέγουσιν ότι εν τη τελευταία και κοινή αναστάσει μεθ’ ετέρων σωμάτων οι άνθρωποι αναστήσονται και κριθήσονται, και ουχί μεθ’ ων κατά τον παρόντα βίον επολιτεύσαντο, άτε τούτων φθειρομένων και απολλυμένων, και ληρούσι κενά και μάταια κατ αυτού τού Χριστού και Θεού ημών και τών μαθητών αυτού, διδασκάλων δε ημετέρων, ούτω διδαξάντων ως μεθ’ ων επολιτεύσαντο άνθρωποι σωμάτων μετά τούτων και κριθήσονται, έτι δε και τού μεγάλου αποστόλου Παύλου, και διαρρήδην εν τω περί αναστάσεως λόγω πλατύτερον δια παραδειγμάτων την αλήθειαν αναδιδάξαντος και τους ετέρως φρονούντας ως άφρονας απελέγξαντος· τοις γουν τοις τοιούτοις αντινομοθετούσι δόγμασι και διδάγμασιν, ανάθεμα (α΄).
ι΄
§54 Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα· ότι τε προΰπαρξις εστί τών ψυχών και ουκ εκ τού μη όντος τα πάντα εγένετο και παρήχθη, και ότι τέλος εστί τής κολάσεως ή αποκατάστασις αύθις τής κτίσεως και τών ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια τών τοιούτων λόγων την βασιλείαν τών ουρανών λυομένην πάντως και παράγουσαν εισάγουσιν, ην αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε και παρέδοτο, και δια πάσης τής παλαιάς και νέας γραφής ημείς παρελάβομεν, ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η βασιλεία αΐδιος, δια δε τών τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένοις γενομένοις, ανάθεμα (γ΄).
ια΄ (ή κατά τού μοναχού Νείλου, κεφάλαιον α΄)
§55 Τοις δογματισθείσι δυσσεβώς παρά τού αμονάχου Νείλου πάσι και τοις κοινωνούσιν αυτοίς, ανάθεμα (γ΄).
Τής ιεράς συνόδου τού έτους 1166, κεφάλαια ε΄
α΄
§56 Τοις μη ορθώς τας τών αγίων διδασκάλων τής τού Θεού εκκλησίας θείας φωνάς εκλαμβανομένοις και τα σαφώς και αριδήλως εν αυταίς δια τής τού αγίου Πνεύματος χάριτος ειρημένα παρερμηνεύειν τε και περιστρέφειν πειρωμένοις, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§58 Τοις νοούσι και φθεγγομένοις την θέωσιν τού προσλήμματος μετάμειψιν τής ανθρωπίνης φύσεως εις θεότητα και μη φρονούσιν εξ αυτής ενώσεως θείας μεν αξίας και μεγαλειότητος μετασχείν το σώμα τού Κυρίου και προσκυνείσθαι μια προσκυνήσει εν τω προσλαβομένω αυτό Θεώ Λόγω και είναι ομότιμον ομόδοξον ζωοποιόν ισοκλεές τω Θεώ και Πατρί και τω παναγίω Πνεύματι και ομόθρονον, μη μέντοι γε δε γενέσθαι ομοούσιον τω Θεώ, ως εκστήναι τών φυσικών ιδιοτήτων. τού κτιστού τού περιγραπτού και τών λοιπών τών εν τη ανθρωπεία φύσει τού Χριστού θεωρουμένων, μεταμειφθήναι δε εις την [τής] θεότητος ουσίαν, ως εκ τούτου εισάγειν ή φαντασία και ουκ αληθεία γεγονέναι την ενανθρώπησιν τού Κυρίου και τα πάθη ή την τού μονογενούς θεότητα παθείν, ανάθεμα (γ΄).
ε΄
§60 Τοις αποβαλλομένοις τας τών αγίων πατέρων φωνάς τας επί συστάσει τών ορθών τής τού Θεού εκκλησίας δογμάτων εκφωνηθείσας Αθανασίου, Κυρίλλου, Αμβροσίου, Αμφιλοχίου, τού θεηγόρου Λέοντος πάπα τής πρεσβυτέρας ῾Ρώμης, και τών λοιπών, έτι δε και τα τών οικουμενικών συνόδων πρακτικά, τής τετάρτης τε φημί και τής έκτης, μη κατασπαζομένοις, ανάθεμα (γ΄).
Τής ιεράς συνόδου τού έτους 1170, κεφάλαια δ΄
α΄
§61 Τοις μη δεχομένοις την τού αληθινού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού φωνήν την «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» καθώς τε κατά διαφόρους τρόπους οι άγιοι ταύτην εξηγήσαντο, οι μεν κατά την αυτού θεότητα λέγοντες ταύτην ρηθήναι δια το αίτιον τής εκ τού Πατρός τούτου γεννήσεως, οι δε κατά τας φυσικάς ιδιότητας τής προσληφθείσης παρ’ αυτού σαρκός και ενυποστάσης τη αυτού θεότητι, ήγουν το κτιστόν το περιγραπτόν το θνητόν και τα λοιπά φυσικά και αδιάβλητα πάθη, δι’ α περ εαυτού μείζονα τον Πατέρα ο Κύριος είρηκεν, αλλά τότε λέγουσι την τοιαύτην νοείσθαι φωνήν, ότε κατά ψιλήν επίνοιαν νοείται η σαρξ κεχωρισμένη τής θεότητος, ως περ ει μηδέ ηνώθη, και μη εκλαμβανομένοις την τοιαύτην ρήσιν τής κατά ψιλήν επίνοιαν διαιρέσεως καθώς παρά τών αγίων πατέρων ελέχθη τότε, οπηνίκα και δούλη και αγνοούσα λέγεται, ως μη ανεχομένοις την ομόθεον και ομότιμον τού Χριστού σάρκα δια τών τοιούτων φωνών καθυβρίζεσθαι, λέγουσι δε κατά ψιλήν επίνοιαν παραλαμβάνεσθαι και τας φυσικάς ιδιότητας τας ως αληθώς ούσας τής τού Κυρίου σαρκός τής ενυποστάσης τη αυτού θεότητι και αδιαιρέτου μενούσης, και τα αυτά περί τών ανυποστάτων και ψευδών α περ και περί τών ενυποστάτων και αληθών δογματίζουσιν, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§61 Τω χρηματίσαντι μητροπολίτη Κερκύρας Κωνσταντίνω τω τού Βουλγαρίας, κακώς και ασεβώς δογματίζοντι περί τής τού αληθινού Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού φωνής τής «ο Πατήρ μου μείζων μου εστί» και μη φρονούντι και λέγοντι ότι καθ’ ετέρας μεν ευσεβείς εννοίας εκλαμβάνεται αύτη παρά τών αγίων και θεοφόρων πατέρων, αλλά και κατ’ αυτήν την παρά τού μονογενούς Υιού τού Θεού προσληφθείσαν σάρκα εκ τής αγίας παρθένου και θεοτόκου και τη αυτού ενυποστάσαν θεότητι, ασυγχύτους μετά την αδιαίρετον ένωσιν τας εαυτής ιδιότητας έχουσαν, καθ’ ας τον Πατέρα ο Κύριος μείζονα εαυτού κατωνόμασεν, ο εν μια προσκυνήσει μετά τού οικείου προσλήμματος ως ομοθέου και ομοδόξου αυτώ τε τω Πατρί και τω παναγίω Πνεύματι συμπροσκυνούμενος και συνδοξαζόμενος, διενισταμένω δε μη οφείλειν νοείσθαι την τοιαύτην φωνήν, οπηνίκα νοείται ο Κύριος μία υπόστασις ηνωμένας τας δύο έχουσα φύσεις, αλλ’ οπηνίκα κατά ψιλήν επίνοιαν η σαρξ παραλαμβάνεται κεχωρισμένη τής θεότητος και οία τις εκάστου τών ανθρώπων είναι γνωρίζεται, και ταύτα, τού θεολογικωτάτου Δαμασκηνού τότε την κατά ψιλήν επίνοιαν διαίρεσιν εκδιδάσκοντος, ότε λέγεταί τι περί τής τού Χριστού σαρκός μη παραστατικόν φυσικής τινός ιδιότητος αλλά δηλωτικόν δουλείας ή αγνοίας, και μη ακολουθείν θελήσαντι ταις αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις τη τετάρτη τε και τη έκτη, αι περί τών εν Χριστώ ηνωμένων ασυγχύτως δύο φύσεων ορθώς και ευσεβώς εδογμάτισαν και ορθοδοξείν εδίδαξαν την τού Χριστού εκκλησίαν, και ούτως εις διαφόρους αιρέσεις εξολισθήσαντι, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§63 Πάσι τοις ομοφρονούσι τω αυτώ Κωνσταντίνω τω τού Βουλγαρίας και τη αυτού καθαιρέσει παθαινομένοις τε και επιστυγνάζουσιν ου δια το φίλοικτον αλλά δια το τη τούτου δυσσεβεία συνταχθήναι, ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§64 Τω αμαθεστάτω ψευδομονάχω και ματαιομάχω Ιωάννη τω Ειρηνικώ και τοις παρά τούτου συγγραφείσι κατά τής ευσεβείας συγγράμμασι, τοις κατασπαζομένοις τε ταύτα, ως δοξάζουσί τε και λέγουσι μη δια το εν αυτώ τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ σωτήρί τε και Θεώ ενυπόστατόν τε και ηνωμένον τη αυτού θεότητι αδιασπάστως και αδιαιρέτως και ασυγχύτως ανθρώπινον αυτού ειρηκέναι αυτόν ως άνθρωπον τέλειον την εν τοις ιεροίς ευαγγελίοις αυτού φωνήν την «ο Πατήρ μου μείζων μου εστίν», αλλ’ ούτω κατά το ανθρώπινον ρηθήναι ταύτην αυτώ, ως όταν τούτο γεγυμνωμένον και κατά ψιλήν επίνοιαν διηρημένον πάντη τής αυτού θεότητος, ως περ ει μηδέ ηνώθη ταύτη, λαμβάνηται, και ως το κοινόν και ημέτερον, ανάθεμα (γ΄).
— · —
§65 Τω φρυαξαμένω συνεδρίω κατά τών σεπτών εικόνων, ανάθεμα (γ΄).
§66 Τοις εκλαμβάνουσι τας παρά τής θείας Γραφής ρήσεις κατά τών ειδώλων, εις τας σεπτάς εικόνας Χριστού τού Θεού ημών, και τών αγίων αυτού, ανάθεμα (γ΄).
§67 Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει τοις υβρίζουσι και ατιμάζουσι τας σεπτάς εικόνας, ανάθεμα (γ΄).
§68 Τοις λέγουσιν ότι ως θεοίς οι Χριστιανοί ταις εικόσι προσήλθον, ανάθεμα (γ΄).
§69 Τοις λέγουσιν ότι πλην Χριστού τού Θεού ημών, άλλος ημάς ερρύσατο τής τών ειδώλων πλάνης, ανάθεμα (γ΄).
§70 Τοις τολμώσι λέγειν την καθολικήν εκκλησίαν είδωλα ποτέ δεδέχθαι ως όλον το μυστήριον ανατρέπουσι και την χριστιανών ενυβρίζουσι πίστιν, ανάθεμα (γ΄).
§71 Ει τις τής χριστιανοκατηγορικής αιρέσεως όντα τινά ή εν αυτή τον βίον απορρήξαντα διεκδικεί ήτω, ανάθεμα (γ΄).
§72 Ει τις ου προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εν εικόσι περιγραπτόν κατά το ανθρώπινον ήτω, ανάθεμα (γ΄).
§73 Ολοις τοις αιρετικοίς, ανάθεμα (γ΄).
Τα κατά τού Βαρλαάμ και Ακινδύνου θ΄ κεφάλαια
α΄
§74 Βαρλαάμ και Ακινδύνω και τοις οπαδοίς και διαδόχοις αυτών, ανάθεμα (γ΄).
β΄
§75 Τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι το λάμψαν από τού Κυρίου επί τής θείας αυτού μεταμορφώσεως φως ποτέ μεν είναι ίνδαλμα και κτίσμα και φάσμα επί βραχύ φανέν και διαλυθέν παραχρήμα, ποτέ δε αυτήν την ουσίαν τού Θεού, ως εις αυτά τα εναντιώτατα φρενοβλαβώς και αδύνατα παντελώς εαυτούς επιρρίπτουσι, και τούτο μεν την Αρείου μαινομένοις μανίαν εις κτιστά και άκτιστα την μίαν θεότητα και τον ένα Θεόν κατατέμνοντος, τούτο δε τη τών Μασσαλιανών δυσσεβεία συμφερομένοις την θείαν ουσίαν ορατήν είναι λεγόντων, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα είναι το θειότατον εκείνο φως μήτε ουσίαν Θεού, αλλ’ άκτιστον και φυσικήν χάριν και έλλαμψιν και ενέργειαν, εξ αυτής τής θείας ουσίας αχωρίστως αεί προϊούσαν, ανάθεμα (γ΄).
γ΄
§76 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι μηδεμίαν ενέργειαν φυσικήν έχειν τον Θεόν, αλλά μόνην ουσίαν είναι, ταυτόν τε και αδιάφορον παντελώς οιομένοις την τε θείαν ουσίαν και την θείαν ενέργειαν και μηδεμίαν νοείσθαι τούτων κατά τι διαφοράν, αλλά την αυτήν ποτέ μεν ουσίαν ποτέ δε ενέργειαν λέγεσθαι, ως και αυτήν ανοήτως την θείαν ουσίαν παντάπασιν αναιρούσι και εις το μη ον άγουσιν· ενεργείας γαρ μόνον το μη ον στερείσθαι φασίν επί λέξεως οι τής εκκλησίας διδάσκαλοι· ήδη δε και τα Σαβελλίου νοσούσι και την παλαιάν εκείνου συναίρεσιν και σύγχυσιν και συναλοιφήν επί τών τριών τής θεότητος υποστάσεων νυν επί τής θείας ουσίας και ενεργείας ανακαινίζειν τολμώσι, και ομοίως δυσσεβώς αυτάς συναλείφουσι· μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα ουσίαν τε επί Θεού και ουσιώδη και φυσικήν τούτου ενέργειαν, ως άλλοι τε πλείστοι τών αγίων, και μάλιστα οι τής αγίας και οικουμενικής έκτης συνόδου τρανώς διεσάφησαν, περί τών δύο ενεργειών τού Χριστού τής τε θείας και ανθρωπίνης και τών δύο θελημάτων, αυτήν άπασαν συγκροτήσαντες, μήτε μην νοείν βουλομένοις ως περ ένωσιν θείας ουσίας και ενεργείας ασύγχυτον, ούτως είναι και διαφοράν αδιάστατον κατά τε άλλα και μάλιστα το αίτιον και το αιτιατόν και αμέθεκτον και μεθεκτόν, το μεν τής ουσίας, το δε τής ενεργείας. τούτοις ουν τοις τα τοιαύτα δυσσεβούσιν, ανάθεμα (γ΄).
δ΄
§77 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν τής τρισυποστάτου θεότητος ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν· κτιστή γαρ κατά τους αγίους ενέργεια κτιστήν δηλώσει και φύσιν, άκτιστος δε άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν· καντεύθεν ήδη κινδυνεύσουσιν εις αθεΐαν παντελή περιπίπτειν και την ελληνικήν μυθολογίαν και την τών κτισμάτων λατρείαν τη καθαρά και αμώμω τών χριστιανών πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν τής τρισυποστάτου θεότητος, ανάθεμα (γ΄).
ε΄
§78 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι σύνθεσιν τινά όλως δια ταύτα γίνεσθαι επί Θεού, μη πειθομένοις δε τη τών αγίων διδασκαλία μηδεμίαν σύνθεσιν από τών φυσικών εν τη φύσει γίνεσθαι διδασκόντων, καντεύθεν ου μόνον ημάς αλλά και τους αγίους άπαντας συκοφαντούσι, διαρρήδην εν πολλοίς πολλάκις αναδιδάσκοντας το τε απλούν επί Θεού και ασύνθετον και την τής θείας ουσίας και ενεργείας διαφοράν, ως κατ’ ουδέν πάντως την διαφοράν ταύτην λυμαινομένην τη θεία απλότητι· ου γαρ αν ούτω προδήλως εαυτοίς εναντία θεολογείν επεχείρουν· τοις ουν τοιαύτα κενολογούσι, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, μετά τής θεοπρεπούς ταύτης διαφοράς και την θείαν απλότητα πάνυ καλώς διασώζεσθαι, ανάθεμα (γ΄).
στ΄
§79 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσιν επί τής θείας ουσίας μόνης το τής θεότητος όνομα λέγεσθαι, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, και επί τής θείας ενεργείας ουχ ήττον αυτό τίθεσθαι, και ούτω πάλιν μίαν θεότητα πάσι τρόποις πρεσβεύουσι, Πατρός, Υιού, και αγίου Πνεύματος, είτε την ουσίαν αυτών είτε την ενέργειαν, θεότητα είποι τις, ως οι θείοι μυσταγωγοί και τούτο ημάς εκδιδάσκουσιν, ανάθεμα (γ΄).
ζ΄
§80 Έτι τοις αυτοίς φρονούσι και λέγουσι μεθεκτήν την θείαν ουσίαν είναι ως την τών Μασσαλιανών δυσσέβειαν εις την καθ’ ημάς εκκλησίαν ήδη παρεισάγειν αναισχυντούσι πάλαι την τοιαύτην δόξαν νενοσηκότων, μη ομολογούσι δε κατά τας τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το τής εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άληπτον μεν είναι παντελώς αυτήν και αμέθεκτον, μεθεκτήν δε την θείαν χάριν τε και ενέργειαν, ανάθεμα (γ΄).
η΄
§81 Πάσι τοις δυσσεβέσιν αυτών λόγοις τε και συγγράμμασιν, ανάθεμα (γ΄)
θ΄
§82 Ισαάκ τω επονομαζομένω Αργυρώ τω δια βίου παντός τα τού Βαρλαάμ και Ακινδύνου νοσήσαντι, καν τω τέλει τής ιδίας ζωής ως και πρότερον πολλάκις παρά τής εκκλησίας Χριστού την επιστροφήν απαιτηθέντι και την μετάνοιαν, επιμείναντι δε τη δυσσεβεία και κακώς την ψυχήν εν τη τής αιρέσεως αυτού ομολογία απορρήξαντι, ανάθεμα (γ΄).
— · —
§83 Αρείω τω πρώτω θεομάχω και αρχηγώ τών αιρέσεων, ανάθεμα (γ΄).
§84 Πέτρω τω κναφεί και παράφρονι τω λέγοντι «Άγιος αθάνατος, ο σταυρωθείς δι' ημάς», ανάθεμα (γ΄).
§85 Νεστορίω τω θεηλάτω τω παθητήν λέγοντι την αγίαν Τριάδα, και Ουαλεντίνω δυσσεβεί τω παράφρονι, ανάθεμα (γ΄).
§86 Παύλω τω Σαμοσατεί και Θεοδοτίωνι τω τούτου συμμύστη και ομόφρονι, συν άλλω Νεστορίω παράφρονι, ανάθεμα (γ΄).
§87 Πέτρω Δειλαίω τω αιρετικώ, τω και Λυκοπέτρω επονομαζομένω, Ευτυχίω τε και Σαββελίω τοις κακόφροσιν, ανάθεμα (γ΄).
§88 Ιακώβω Αρμενίω τω Ζανζάλω, Διοσκόρω πατριάρχη Αλεξανδρείας, και Σεβήρω τω δυσσεβεί, άμα Σεργίω, Παύλω, και Πύρρω τοις ομόφροσι, συν Σεργίω μαθητή τού Λυκοπέτρου, ανάθεμα (γ΄).
§89 Όλοις τοις Ευτυχιανισταίς και Μονοθελήταις και Ιακωβίταις και Αρτζιβουρίταις και απλώς πάσιν αιρετικοίς, ανάθεμα (γ΄).
''πάσιν αιρετικοίς, ανάθεμα (γ΄).''