Πελαγιανισμός αποκαλείται αίρεση του 5ου αιώνα, η οποία ισχυριζόταν πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί από μόνος του, δίχως την ουσιαστική συνεργία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο παρέχει απλώς ενισχυτική βοήθεια[1]. Ο Πελαγιανισμος ήταν αντίδραση στη θεωρία του Αυγουστίνου για τον απόλυτο προορισμό και καταδικάστηκε, αφού τελικώς έφτασε στο άλλο άκρο της θεωρίας του Αυγουστίνου, αγνοώντας τη θεία χάρη και τελικά την ίδια τη λυτρωτική ενσάρκωση του Ιησού[2]. Ο Πελαγιανισμός θεωρήθηκε πρόδρομος του Νεστοριανισμού[3] και είχε ως ιδρυτή το Βρετανό θεολόγο Πελάγιο.
Περιεχόμενα
[απόκρυψη]Ιστορικό
Στη Δύση ήδη κατά τον 4ο αιώνα είχε αρχίσει να τίθεται το θέμα της συνεργίας των δύο παραγόντων -βούλησης και θείας χάριτος- σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Ήδη ο Δονατισμός είχε θέσει το θέμα της ατομικής βούλησης και της αξίας των μυστηρίων στο σωτηριολογικό γεγονός, θεωρώντας τον ηθικό παράγοντα σημαντικότερο και παραθεωρώντας την αξία της χάριτος. Έτσι το θέμα επανέρχεται στο προσκήνιο στις αρχές του 5ου αιώνα, όταν ο Πελάγιος, ένας ασκητικός θεολόγος από τη Βρετανία, ισχυρίστηκε πως η ελευθερία της βούλησης είναι η μεγαλύτερη δωρεά του Θεού, καθώς έτσι ο άνθρωπος με τη συνεχή άσκηση, μπορεί να επιτύχει αυτό που έχει εκ φύσεως, δηλαδή την αναμαρτησία και την αγιότητα, δίχως τη βοήθεια της θείας χάριτος[4]. Ο Πελάγιος συνάμα θεώρησε το θάνατο ως αυτονόητο φυσικό φαινόμενο, και το προπατορικό αμάρτημα, όχι ως κληρονομία του θανάτου, αλλά ως απλό κακό παράδειγμα για τους μεταγενέστερους[5]. Η δικαίωση τελικά εντοπιζόταν μόνο στην πίστη και τη μίμηση του Χριστού.
Ο Πελάγιος άρχισε να κηρύττει στη Ρώμη περί το 400 και για περίπου 10 έτη, αποκτώντας οπαδούς, με προεξάρχοντα τον νομικό Κελέστιο. Κατά την επιδρομή του Αλαρίχου όμως και οι δυο καταφεύγουν στη Βόρεια Αφρική, όπου προσπαθούν να έρθουν σε επαφή με τον Αυγουστίνο Ιππώνος, κάτι που δεν καταφέρνουν δια ζώσης[6], παρά μόνο με επιστολές[7]. Τελικά ο Πελάγιος καταλήγει στην Παλαιστίνη, όπου γίνεται δεκτός από τον Ιωάννη Β΄, επίσκοπο Ιεροσολύμων, παρά τις καταγγελίες του Ιερώνυμου. Ο Καιλέστιος αντιθέτως, παραμένει στην Καρθαγένη, προσπαθώντας να εισέλθει στον κλήρο, αλλά η καταγγελία του Μεδιολάνων Παυλίνου του φράζει το δρόμο[8]. Σύμφωνα με τον Παυλίνο ο Καιλέστιος ισχυρίζεται πως ο Αδάμ θα πέθαινε ούτως ή άλλως στον παράδεισο, πως το προπατορικό έθιξε μόνο τους πρωτόπλαστους, ότι παρά την ανάσταση του Χριστού, δε θα αναστηθεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και πως τελικά μόνο ο Νόμος σώζει τον άνθρωπο, ενώ υπήρχαν και προ Χριστού αναμάρτητοι άνθρωποι[9]. Ο Καιλέστιος τελικά φεύγει από την Καρθαγένη και οδηγείται στη Σικελία, με προορισμό την Έφεσο, όπου και πιθανώς χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το θέμα όμως στην εκκλησία της Β. Αφρικής και της Ρώμης είχε πλέον ανάψει, με αποτέλεσμα η αποδοχή των Κελεστίου και Πελαγίου στην Ανατολή, να φέρει αντιδράσεις. Έτσι ο Αυγουστίνος ξεκινά θεολογικό αγώνα για την αναίρεση του Πελαγιανισμού (412), ενώ ο επίσκοπος Ιεροσολύμων ενημερώνεται σχετικά με τις δοξασίες των δύο ανδρών. Συγκαλείται τελικά σύνοδος στη Διόσπολη (Λύδδα) το 415, στην οποία ο Πελάγιος απολογείται, αναθεματίζοντας και ο ίδιος τις υπερβολικές καταγγελίες των δυτικών[10]. Έτσι η σύνοδος αθωώνει τον Πελάγιο, ο οποίος πλέον συντάσσει απολογητικό σύγγραμμα, με βάση τις καταγγελίες που του απέδιδαν, ενώ ταυτόχρονα τιμωρεί και τον Παύλο Ορόσιο, ο οποίος ήταν απεσταλμένος των εκκλησιών της Β. Αφρικής[11]. Η νέα σύνοδος που θα πραγματοποιηθεί ένα έτος αργότερα καταλήγει και πάλι σε αθώωση του Πελαγίου. Είναι φανερό πλέον πως Ανατολικοί ακόμα δε θεωρούσαν ιδιαίτερο επικίνδυνο τον Πελαγιανισμό, καθώς τόνιζε τον ανθρώπινο παράγοντα στη συνεργία της σωτηρίας, πράγμα που δε διαφαινόταν ξένο για τη διδασκαλία των Ανατολικών[12]. Στην Καρθαγένη όμως τα πνεύματα δεν έχουν ησυχάσει, με αποτέλεσμα να συγκληθούν σύνοδοι (417, 418) που καταδικάζουν τον πελαγιανισμό, κοινοποιώντας την απόφαση και στον Πάπα Ρώμης, Ιννοκέντιο τον Α΄. Ο Ρώμης, επικυρώνει το αποτέλεσμα της συνόδου, το οποίο πλέον λαμβάνει οικουμενική διάσταση για την εκκλησία. Ο Καιλέστιος μεταβαίνει στη Ρώμη για να εξουδετερώσει την επιρροή των επισκόπων της Β. Αφρικής, όπου βρίσκει το νέο Πάπα Ζώσιμο, Ελληνικής καταγωγής, θετικά διακείμενο στις θεωρίες του, μη έχοντας όμως σαφή εικόνα από τη γενική και αόριστη ομολογία που του επιδίδει[13]. Τελικώς ίσως και υπό την επιρροή του Επισκόπου Αρελάτης Πάτροκλου, ο οποίος βρισκόταν σε σύγκρουση με τους Βορειοαφρικανούς επισκόπους, αποδέχεται τον Κελέστιο, με αποτέλεσμα το θέμα να φτάσει τον Ονώριο, Αυτοκράτορα της Δύσης, ο οποίος με διάταγμα καταδικάζει τον Πελαγιανισμό και εξορίζει τους ηγέτες του Πελαγιανισμού[14]. Ο Ζώσιμος τότε υπαναχωρεί και καταδικάζει τους δύο άνδρες.
Μετά την απόφαση ο Πελάγιος εξαφανίζεται από το προσκήνιο, ενώ ο Καιλέστιος εξορίζεται στην Ανατολή. Οι διάδοχοι του Ζώσιμου, Βονιφάτιος Α΄ (418-422) και Κελεστίνος (422-432) επιμένουν στην καταδίκη του Πελαγιανισμού, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει βρει υποστηρικτές. Τελικά 18 επίσκοποι της Ιταλίας μετά από σύνοδο, αρνούνται να καταδικάσουν τον Πελαγιανισμό, με αποτέλεσμα να βρεθούν στην Ανατολή και δη υπό την προστασία του Θεοδώρου Μοψουεστίας, ο οποίος υπήρξε σταθερά ο προστάτης των Πελαγιανών[15]. Τη σκυτάλη πια από τον Κελέστιο, αναλαμβάνει ο Ιουλιανός Αικλάνων, ο οποίος εκτός από πολέμιος της θεολογίας του Αυγουστίνου, προβαίνει και σε προσωπική διένεξη, παρότι πρώην μαθητής του. Σκοπό του κάνει να πείσει ότι η διδασκαλία του Αυγουστίνου περί απολύτου προορισμού είναι λανθασμένη, πράγμα που αργότερα αποδέχεται η εκκλησία. Μετά το θάνατο τελικά του Θεοδώρου Μοψουεστίας, οι οπαδοί του Πελαγιανισμού μετακινούνται στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζητούν προστασία από τον Νεστόριο, ο οποίος όμως αποκρούει τις θέσεις τους[16]. Έτσι καταδικάζονται και από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δίχως όμως η εκκλησία να δικαιώσει και τις θέσεις του Αυγουστίνου[17]. Η καταδίκη από τη Σύνοδο δείχνει πως προφανώς είχε αποκτήσει επικίνδυνη δύναμη.
Ο Πελαγιανισμός τελικώς μετριάσθηκε από την αίρεση των Μασσαλιανών, όπου η διδασκαλία τους ονομάστηκε "ημι-πελαγιανισμός", ηγέτης της οποίας υπήρξε ο Ιωάννης Κασσιανός. Ο Κασσιανός υποστήριξε μάλιστα τη συγγένεια Νεστοριανισμού και Πελαγιανισμού, τηρώντας μία μέση οδό ανάμεσα στον Αυγουστινισμό και τον Πελαγιανισμό.
Διδασκαλία
Ο Πελαγιανισμός θεωρείται ως ένα ηθικιστικό θεολογικό σύστημα ανθρωπολογίας, το οποίο στη βάση του έχει την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει τη σωτηρία αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις, δίχως τη θεία χάρη[18]. H εκκόλαψη της θεολογίας αυτής προέκυψε κατ αρχήν από το νομικό πνεύμα των εκκλησιών της Β. Αφρικής και της Ρώμης[19]. Ο Πελάγιος συνάμα όμως, που ήταν ο ιδρυτής του κινήματος αυτού, υπήρξε μαθητής του Θεοδώρου Μοψουεστίας, την διδασκαλία του οποίου επεξέτεινε, αντιδρώντας κυρίως στη θεολογία του Αυγουστίνου. Ο Πελάγιος δίδασκε πως το προπατορικό αμάρτημα αφορούσε μόνο τους πρωτόπλαστους και δεν αφορούσε την υπόλοιπη ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κάποια μεταδοτική κληρονομική αμαρτία που να λαμβάνει ο άνθρωπος, ούτε και κάποια ενοχή, διότι το αμάρτημα το έπραξαν άλλοι. Το προπατορικό αμάρτημα είναι απλώς ένα κακό παράδειγμα και έτσι το βάπτισμα δεν είναι απαραίτητο στα νήπια, καθώς μοναδικός του σκοπός είναι να επιτύχει άφεση αμαρτιών[20]. Η θεολογία αυτή οδήγησε τελικά τον Πελάγιο σε μία θεολογία ριζικά διαφορετική από ότι δίδασκε η εκκλησία. Για παράδειγμα το ότι δεν υπάρχει προπατορικό αμάρτημα, οδήγησε τον Πελάγιο να ισχυριστεί πως η ανθρώπινη φύση είναι αυθεντική, άρα έχει και τη φυσική ικανότητα να σωθεί μόνη της, άνευ της χάριτος.
Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Πελάγιο, είναι απροϋποθέτως ελεύθερος από τις φυσικές πιέσεις, με αποτέλεσμα η προσωπική του ελευθερία να μπορεί να δημιουργήσει προσωπική ιστορία αρετής. Ο άνθρωπος έχει ελευθερία βουλήσεως να πράττει ότι επιθυμεί, διότι το καλό είναι η φυσική κατάσταση της ψυχής[21]. Συνάμα έχει το δικαίωμα να πράττει όπως επιθυμεί. Έχει επίσης τη δυνατότητα να αίρει τους νόμους της φύσης, αλλά η ελευθερία έγκειται στο κατά πόσο κοντά είναι στο θείο Νόμο. Ακόμα και ο θάνατος για παράδειγμα, που είναι αποτέλεσμα πτώσης του Αδάμ θεωρούσε πως δεν είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά φυσικό δεδομένο της ανθρώπινης φύσης[22]. Η χάρη του Θεού είναι όμως επικουρική της βουλήσεως. Ως χάρη ο Πελάγιος θεωρούσε ακόμα και το Νόμο, που αποκάλυψε τι είναι καλό και κακό. Ως εκ τούτου ο άνθρωπος εκ φύσεως μπορεί να πράττει το καλό, κρίνοντας ποιο είναι αυτό[23].
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Πελαγιανισμού είναι η καταδίκη τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση. Η καταδίκη αυτή όμως αφορούσε διαφορετικές οπτικές γωνίες με την οποία έβλεπαν το γεγονός της δικαίωσης. Για την Ανατολή η καταδίκη αφορούσε άμεσα την απόρριψη της σχέσης κτιστού και ακτίστου για τη σωτηρία του ανθρώπου, ενώ για τη Δύση αφορούσε τη δικανική σχέση του ανθρώπου προς το σωτηριώδες έργο του Θεού[24]. Η συσχέτιση μάλιστα με το Νεστοριανισμό, δείχνει πως οι πατέρες της εποχής αντιλαμβάνονταν τον Πελαγιανισμό σα μία αίρεση η οποία αλλοίωνε το χριστολογικό δόγμα, με επίπτωση την απολύτρωση του ανθρώπινου γένους.
Ο Πελάγιος είναι γεγονός πως αναπτύσσει τη διδασκαλία του μέσα στο δικανικό κλίμα της Δύσης, το οποίο προτάσσει τη νομική σχέση της μετάνοιας και τη συγχώρησης, με αποτέλεσμα σταδιακά να παραθεωρεί τη μετάνοια και να δίδει βάση στην ηθική ζωή. Το αίτημα του Πελαγίου πλέον καθίσταται μία ευθύνη του ανθρώπου έναντι του Θεού μέσα στα πλαίσια μίας ευνομούμενης κοινότητας, όπου σε καθένα αποδίδεται δικαιοσύνη κατά την ηθική ζωή του. Ο Πελάγιος λοιπόν βλέποντας τον απόλυτο προορισμό του Αυγουστίνου, μία θεολογία που εξαρτούσε απόλυτα τη σωτηρία από το Θεό και συνάμα αποδεικνυόταν από την ηθική εξωτερική καθαρότητα, αγνοώντας την προσωπική βούληση, αντιδρά μέσα στο ίδιο πλαίσιο, καθώς η σκέψη του δε μπορεί να αντιληφθεί μια διαφορετική οδό, από ένα νομικό τρόπο σωτηρίας. Και αυτή η πρόταση είναι η ηθική τελείωση της ατομικής βουλήσεως. Τελικά διαμορφώνει την ακριβώς αντίθετη θεολογία από το θεοκεντρισμό του Αυγουστίνου, ανεξαρτοποιώντας πλήρως τη σωτηρία από το θείο παράγοντα[25]. Και στις δύο περιπτώσεις όμως ο εξωτερικός ηθικός παράγοντας λαμβάνει τη σωτηριολογική δικαιοσύνη, καθώς και στον απόλυτο προορισμό, τα εκλεγμένα παιδιά του θεού, αναγνωρίζονται από το ηθικό τους επίτευγμα. Αυτές οι διδασκαλίες τελικά καταδικάστηκαν από τους Ανατολικούς πατέρες, καθώς η αγνόηση της βούλησης (Αυγουστίνος) ή απόρριψη της χάρης (Πελάγιος) αφενός μεν μειώνουν το ρόλο του Αγίου Πνεύματος στη συνεργία της τελείωσης του ανθρώπου, αφετέρου δε θεωρούν τη σωτηρία ως σχέση μετοχής της ανθρώπινης φύσης στην άκτιστη δόξα του Θεού.
Η διδασκαλία των πατέρων περί χάριτος, προ του Πελαγίου
Σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας η σωτηρία είναι αποτέλεσμα της συνεργίας της θείας χάριτος και της ελεύθερης βουλήσεως του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Κύριλλο Ιεροσολύμων "ακατάγνωστος η συνείδησις ευρεθείσα...συνδράμει τη χάριτι"[26]. Η ελεύθερη βούληση, δεν ικανώνει τον άνθρωπο ανεξάρτητα από τη θεία χάρη να επιτύχει τη σωτηρία. Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει επ αυτού πως "Ου γαρ εν δυνάμει ανθρώπου, ουδέ εν σοφία, αλλ εν τη χάριτι του Θεού, εστίν η σωτηρία"[27]. Σύμφωνα με τους πατέρες μάλιστα "μία γαρ εστίν εκ του πατρός χάρις δι' Υιού εν Πνεύματι αγίων πληρουμένη"[28]. Με την πρόταση αυτή γίνεται δηλαδή εμφανές πως η χάρη είναι όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, κατά την οποία η σάρκα εξ αιτίας της ενανθρωπήσεως του Λόγου ανυψώθηκε στη δυνατότητα του επιπέδου της θέωσης. Στον Αδάμ, δόθηκε εξωτερικώς η χάρη, αλλά στον Χριστό ήταν συνηρμοσμένη με τη θεία φύση του, διαποτίζοντας τελικά και την ανθρώπινη ύπαρξη. Η σωτηρία λοιπόν και η αποκατάσταση δε νοείται χώρια από το μυστήριο της ενσαρκώσεως, μετά της μετοχής του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διενεργεί τη χορηγία αυτή, όπως άλλωστε έπραξε και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Είναι φανερό λοιπόν ήδη πως η αγιοπνευματική πατερική παράδοση του τετάρτου αιώνα συνδέει τη δυνατότητα παροχής χάριτος, δια του Αγίου Πνεύματος. Αντίθετα όμως τόσο ο Αυγουστίνος, όσο και ο Πελάγιος αποσύνδεσαν τη παροχή χάριτος από την εξάρτηση του Αγίου Πνεύματος ή ακόμα και τη θεώρησαν περιττή (στην περίπτωση του δεύτερου). Η εκκλησία όμως ουδέποτε μπορούσε να δεχτεί μία τέτοια πρόταση. Αφενός γιατί η εκκλησία αποτελεί το προεκτεινόμενο σώμα του Χριστού στην ιστορία, αποτελώντας μια διαρκή σάρκωση Του μέσα σε αυτή και αφετέρου διότι το Άγιο Πνεύμα αποτελεί την πηγή της θείας χάριτος. Έτσι όπως δηλαδή το μυστήριο της πεντηκοστής τελειώνεται με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, δια της ζωοποιού χάριτος του Λόγου, έτσι ακριβως συμβαίνει μέσα στην ιστορία της εκκλησίας για την επίτευξη της σωτηρίας. Όπως αναφέρει ο Γρηγόριος Νύσσης "Ζωοποιεί δε ουκ αυτό μόνον εις την τελείωσιν της χάριτος ταύτης δια της πίστεως λαμβανόμενον, αλλά χρη της εις Κύριον προϋπόκεισθαι πίστιν, δι ης η ζωτική χάρις τοις πιστεύσασι παραγίνεται...ως αν ακείθεν αφομησθείσαν την ζωοποιόν χάριν...τη ενεργεία του Πνεύματος τελειούσθαι τοις αξιουμένοις"[29]. Η θεία χάρη λοιπόν πηγάζει από το έργο της θείας οικονομίας, της σαρκώσεως, του πάθους και της ανάστασης και παρέχεται στους πιστούς δια του Αγίου Πνεύματος, σε συνεργία με τη βούληση του ανθρώπου. Είναι η θεία χάρη καθολική, αλλά όχι υποχρεωτική. Έτσι αναφέρει ο Θεοδώρητος Κύρου "Αμφοτέρωθεν γαρ χρεία και της ημετέρας προθυμίας και της θείας επικουρίας, ούτε γαρ τοις την προθυμίαν ουκ έχουσιν επαρκεί του Πνεύματος η χάρις, ουτ αυ πάλιν προθυμίαν, ταύτης εστερημένη της αρετής, δύναται συναθροίσαι τον πλούτον"[30], για να συμπληρώσει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας "όπλον ουν, άμα ασφάλειαν αρραγή ταις ημετέραις ψυχαίς δέδωκεν ο πατήρ το Πνεύμα Χριστού, την αυτού χάριν τε και παρουσίαν και δύναμιν αναπληρούν. Αμήχανον γαρ ψυχήν κατορθώσαι τι των αγαθών, ήγουν των οικείων κρατήσαι παθών...μη τη του αγίου πνεύματος τετειχισμένου χάριτι και αυτόν έχουσα εν αυτή δια τούτον Χριστόν"[31].
Πηγή : Orthodox wiki