Λόγος εἰς τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τόν Θεολόγο .



   Ἡ κλήση ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι σὲ ὅλους τούς Ἀποστόλους κοινή, ὁ ἅγιος Ἰωάννης  ὅμως, δὲν εἶναι μόνο κλητὸς ἀπόστολος, ἀλλὰ καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς, γιατί δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκλεγμένος ἀπὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκλεκτὸς καὶ κορυφαῖος τοῦ κορυφαίου χοροῦ ἀπὸ ἐκείνους πού εἶχαν ἐκλεγεῖ, τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους δηλαδή, καὶ ὁμόστοιχος μὲ τοὺς διακεκριμένους, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο. Γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ ξεχωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μαζὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς δύο ὁδηγεῖται πάνω στὸ Θαβώριο ὄρος, καὶ ἀκούει τὴ συνομιλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἠλία πρὸς τὸν Χριστό, καὶ βλέπει κατὰ θεῖο τρόπο τὸ μεγάλο καὶ ὑπερφυσικὸ ἐκεῖνο θέαμα, τὴ λαμπρότητα δηλαδὴ τοῦ φωτὸς τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ, πού ὑπεράστραψε κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο, καὶ ἐπιπλέον ἀκούει τὴν πατρικὴ φωνή, πού ἀναφέρεται μόνο στὸν Χριστό, «αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαπητός μου Υἱὸς μὲ τὸν ὁποῖο εὐαρεστήθηκα, αὐτὸν νὰ ἀκούετε», καὶ ἔτσι ὁ Ἰωάννης καθίσταται κατὰ τρόπο μακάριος μαθητὴς ὄχι μόνο τοῦ Υἱοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Πατέρα.

Ἀλλὰ κι αὐτὸ εἶναι κοινὸ σ’ αὐτὸν μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο, τοὺς κορυφαίους μαθητὲς τοῦ Σωτήρα, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ἰδιότητα τοῦ εὐαγγελιστῆ κοινὴ μὲ ἐκείνους πού συνέγραψαν τὸ εὐαγγέλιο, τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴ μεγαλοφωνία καὶ τὸ ὕψος τῆς θεολογίας ὑπερτερεῖ κατὰ πολύ. Ἐκεῖνα ὅμως στὰ ὁποῖα εὐδοκιμεῖ μόνο αὐτός, ποιὸς λόγος εἶναι ἱκανὸς νὰ τὰ παραστήσει;

Μόνο αὐτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὅλους τούς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν περιβόητους κατόρθωσε νὰ καλεῖται ἀπὸ ὅλους παρθένος, γιατί, ὅπως φαίνεται, μόνος αὐτὸς φύλαξε σ’ ὅλον τὸν βίο του καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴν αἴσθηση. Τὴν παρθενία τοῦ σώματος βέβαια λίγοι τὴν κράτησαν, ἀλλὰ τὴν γνωρίζουν σχεδὸν ὅλοι, τῆς ψυχῆς ὅμως ἀκριβὴς παρθενία εἶναι ἡ ἀσυμβίβαστη γνώμη πρὸς κάθε κακία. Ὥστε μὲ τὸ προσωνύμιο αὐτὸ προσμαρτυρεῖται στὸν Ἰωάννη σχεδὸν ἡ ἀναμαρτησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἀγαπημένος στὸν μόνο ἀπὸ τὴ φύση του ἀναμάρτητο Χριστό, καὶ αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τὸ ἀπέκτησε.

Μπορεῖ ἄραγε νὰ βρεῖ κανεὶς μεγαλύτερο σὲ ἔπαινο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα; Στοὺς ἄλλους βέβαια ὅλους τούς ἀνθρώπους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ ὄχι μόνο περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά, ἀλλ’ οὔτε αὐτὰ μαζί, σ’ αὐτὸν ὅμως ὑπάρχουν συγχρόνως καὶ ἄλλα μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτά. Γιατί ὄχι μόνο εἶναι ἀγαπημένος παρθένος, ἀλλὰ καὶ τῆς Παρθένου υἱός, καὶ μάλιστα τῆς μητροπαρθένου καὶ Θεομήτορος, ἀφοῦ ἔγινε γι’ αὐτὴν κατὰ χάρη αὐτὸ πού ὁ Χριστὸς τῆς εἶναι κατὰ φύση. Ἐὰν ὅμως μόνος αὐτὸς ἀπέκτησε τὴν ἴδια μὲ τὸν Χριστὸ μητέρα, εἶναι καὶ ὁ μόνος ἀδελφός του πάνω ἀπὸ ὅλους καὶ συγγενὴς καὶ ἀφομοιωμένος μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καθ’ ὅλα. Υἱὸς ἀγαπητὸς ἐκεῖνος, καὶ αὐτὸς μαθητὴς ἀγαπητὸς στὸν κόλπο τοῦ Πατέρα βρίσκεται ἐκεῖνος, καὶ αὐτὸς εἶναι ἐπιστήθιος στὸν Ἰησοῦ· παρθένος ἐκεῖνος, καὶ αὐτὸς μὲ τὴ χάρη ἐκείνου· παρθένου υἱὸς ἐκεῖνος, τῆς ἴδιας καὶ αὐτός· «βρόντησε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Κύριος», καὶ αὐτὸς εἶναι βροντή· γι’ αὐτὸ καὶ μὲ αὐτὸ καλεῖται περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, βροντὴ καὶ βροντῆς υἱός, καὶ μάλιστα βροντὴ θεολογικώτατη πού ἀντηχεῖ σ’ ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ θεολογεῖ τὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα προερχόμενο Λόγο, ὅτι καὶ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι, καὶ Θεὸς εἶναι, καὶ ζωὴ ἔχει μέσα του καὶ φῶς ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ μέσω τοῦ ὁποίου ἔγιναν στὴν ἀρχὴ τὰ πάντα.

Αὐτὴ ἡ βροντὴ καὶ δήλωσε αὐτὸν πού στάλθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σ’ ἐμᾶς μάρτυρα τῆς ἐπιδημίας τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, καὶ γνώρισε σὲ μᾶς τὸν Λόγο πού κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ χάρη μας σάρκα, καὶ περίλαμπρα παρουσίασε ὅλο τὸν τρόπο ζωῆς του μὲ τὴ σάρκα του πάνω στὴ γῆ, τοὺς λόγους, τὰ ἔργα, τὰ πάθη, τὴν μετὰ τὸν σταυρὸ ἀνάσταση, τὴν μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἐπάνοδο στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου κατέβηκε. Καὶ ὅλα αὐτά, λέγει, τὰ κατέγραψε γιά μᾶς, ὅπως τὰ εἶδε, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλο τὸ χριστώνυμο πλήρωμα ἀπευθύνει προτρεπτικὴ ἐπιστολή, καλώντας ὅλους γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή, ἡ ὁποία προαιώνια ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ φανερώθηκε σ’ ἐμᾶς. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν μεταξὺ τῶν διακεκριμένων Ἀποστόλων, καὶ ἰδιαιτέρως ἦταν καὶ ὀνομαζόταν ἀγαπημένος, μᾶς διδάσκει γιὰ τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη, λέγοντας, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὥστε καὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη νὰ ἔχει τὸν Θεό, καὶ ὅποιος μένει στὴν ἀγάπη μένει στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς μένει σὲ ὅποιον μένει ἡ ἀγάπη. Τὴν ἐνέργειά της πάλι σ’ ἐμᾶς τὴ δείχνει διπλή, διαμερίζοντάς την κατὰ τρόπο ἀμέριστο στὸν Θεὸ καὶ στὸν πλησίον, καὶ διδάσκοντας, ὅτι αὐτὲς συγκρατοῦνται ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ ὀνομάζοντας ψεύστη αὐτὸν πού νομίζει ὅτι ἔχει μόνο τὴ μία. Γιατί λέγει, ἀπόδειξη τῆς πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπης εἶναι τὸ νὰ τηρεῖ κανεὶς τὸν λόγο καὶ τὶς ἐντολές του, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δίδαξε λέγοντας, «αὐτὸς πού μὲ ἀγαπᾶ θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου»· «καὶ αὐτή», λέγει, «εἶναι ἡ ἐντολή μου, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ θὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι εἶσθε μαθητές μου, ἂν ἔχετε μεταξὺ σας ἀγάπη».

Βλέπετε πῶς εἶναι ἀχώριστη ἡ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀναμεταξὺ μας ἀγάπη; Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἀγαπημένος μαθητής, «ἂν κάποιος λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, εἶναι ψεύστης· γιατί, ἂν τὸν ἀδελφό του, πού τὸν εἶδε, δὲν τὸν ἀγαπᾶ, πῶς ἀγαπᾶ τὸν Θεό, πού δὲν τὸν εἶδε; ἀλλὰ καὶ «αὐτὸς πού λέγει ὅτι μένει στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη», λέγει, «ὀφείλει καὶ αὐτὸς νὰ βαδίζει ὅπως βάδισε καὶ ἐκεῖνος». Πῶς βάδισε λοιπὸν ἐκεῖνος; Ἔδειξε ὑπακοὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα, πραγματοποίησε ὅλη τὴν ἀρετή, εὐεργέτησε μὲ τὸν ἑαυτὸ του τὴ φύση, θεράπευσε τοὺς ἀσθενεῖς, δίδαξε ἐκείνους πού πίστεψαν σ’ αὐτόν, ἔλεγξε τοὺς ἀπειθεῖς, ὑπέμεινε γιὰ χάρη τῶν πιστῶν τούς χλευασμοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπειθεῖς, τὰ πτύσματα ἀπὸ τοὺς ἀχάριστους, τὰ ραπίσματα, τοὺς ἐμπαιγμούς, τὰ μαστιγώματα, καὶ τέλος τὸν ἐπονείδιστο θάνατο, ἀφοῦ ἔδωσε καὶ τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κανένα ἔργο ἀγάπης δὲν εἶναι μεγαλύτερο. Βλέπουμε ὅμως καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ νὰ εἶναι καὶ μαθητὴς μὲ τὰ ἔργα· γιατί αὐτὸς ἐφάρμοσε μὲ σαφήνεια ὅλα τὰ διδάγματα καὶ θαύματα καὶ παθήματα τοῦ διδασκάλου, εὐεργετώντας ὅλους μὲ ἔργα καὶ λόγια, καὶ ὁδηγώντας ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς, καὶ μεταβάλλοντας τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀνάξιους σὲ ἄξιους, καὶ ὁ ἴδιος πάσχοντας γιὰ χάρη τους. Θάνατο δὲν ὑπέμεινε μόνο ἕνα γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ὠφέλειά μας, ἢ μὲ ἄλλα λόγια γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του παρέδιδε τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο. Πόσες φορὲς ἐμπαίχθηκε, πόσες φορὲς ραπίσθηκε, πόσες φορὲς λιθοβολήθηκε, πόσες φορὲς ὁδηγήθηκε σὲ τυράννους καὶ ἄρχοντες γιὰ νὰ λογοδοτήσει ὡς ὑπόδικος αὐτὸς ὁ διανομέας τῆς εὐσέβειας! Ἀπὸ τὸν ὠμότατο τῶν τυράννων τύραννο Δομετιανὸ ἐξορίζεται στὴν Πάτμο, γεμάτος ἀπὸ χαρὰ καὶ κηρύσσοντας παντοῦ τὰ διδάγματα τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότη καὶ Διδασκάλου.

Σ’ αὐτὰ τὰ διδάγματα δείχνοντας καὶ ἐμεῖς ὑπακοή, ἀδελφοί, ἂς περπατήσουμε κατὰ τὸ δυνατὸ ὅπως περπάτησε καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ ἀγαπημένος μαθητής του, ὑποτασσόμενοι στοὺς δικούς μας πατέρες· γιατί λέγει, «ὁ ὑπάκουος υἱὸς θὰ φυλαχθεῖ γιὰ τὴ ζωή, ἐνῶ ὁ ἀνυπάκουος γιὰ τὴν ἀπώλεια». Καὶ ὄχι μόνο στοὺς σωματικοὺς πατέρες, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στοὺς πνευματικούς, καὶ μέσω αὐτῶν στὸν ὕψιστο Πατέρα, «ἀπὸ τὸν ὁποῖο παίρνει τὸ ὄνομα κάθε γενεὰ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ». Γιατί ἡ ἀγάπη καὶ ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια πρὸς τοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀναφέρεται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸς πού δὲν δείχνει ὑπακοὴ σ’ αὐτοὺς προσκρούει στὸν Θεὸ τῶν πατέρων, ὅπως ἀποφάνθηκε καὶ ὁ Χριστὸς λέγοντας· «αὐτὸς πού ὑπακούει σὲ σᾶς ὑπακούει σὲ μένα, καὶ αὐτὸς πού ἀθετεῖ ἐσᾶς, ἀθετεῖ ἐμένα· ἐκεῖνος ὅμως πού ἀθετεῖ ἐμένα ἀθετεῖ ἐκεῖνον πού μὲ ἔστειλε». «Νὰ πείθεσθε λοιπόν, ἀδελφοί, στοὺς ἡγέτες σας καὶ νὰ ὑπακούετε, γιὰ νὰ μὴ ἀγανακτοῦν ἐναντίον σας, γιατί αὐτὸ εἶναι ἐπιζήμιο σὲ σᾶς», φωνάζει ὁ Παῦλος ὁ μεγαλοκήρυκας, ἐκτελώντας μὲ προθυμία κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε ἀγαθὸ ἔργο, καὶ ἂν παραλειφθεῖ κάτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσης μας, ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός, ἀναπληρώνοντας μὲ τὴ χάρη του τὶς ἐλλείψεις τῆς ἀδυναμίας μας, καὶ μᾶς προσδέχεται σὰν νὰ ἔχουμε ζήσει μὲ τέλεια ἀγαθοεργία, καὶ μάλιστα ἂν μᾶς δεῖ ταπεινωμένους γιὰ τὶς ἐλλείψεις στὴν ἀρετή, καὶ ὄχι γεμάτους ἔπαρση γιὰ τὴν ἄσκηση αὐτῆς.

Ὁ καθένας σας νὰ εὐεργετεῖ τὸν πλησίον του μὲ πολλοὺς τρόπους μὲ ὅσα ἔχει. Δὲν μπορεῖς νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀσθενεῖς μὲ θαυματοποιὸ λόγο; ἀλλὰ μπορεῖς νὰ τοὺς θεραπεύσεις μὲ παρηγορητικὸ λόγο. Καὶ ἂν τοὺς ὑπηρετήσεις καὶ μόνος σου στὶς ἀνάγκες τους, θὰ ἔχεις ὑπηρέτη τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸν μέλλοντα αἰώνα σύμφωνα μὲ τὸν λόγο ἐκείνου· γιατί λέγει, «θὰ περιζωθεῖ καὶ θὰ τοὺς βάλει νὰ καθήσουν στὰ τραπέζια καὶ θὰ προσέλθει γιὰ νὰ τοὺς διακονήσει». Ἐὰν πάλι γίνεις καὶ κοινωνὸς μὲ αὐτὸν μεταδίδοντάς του ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα πού διαθέτεις, θὰ εἶσαι κοινωνὸς τοῦ θείου πλούτου καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ τραφεῖς μὲ ἀμβροσία σὰν νὰ ἔντυσες καὶ πότισες καὶ ἔθρεψες ἐκεῖνον τὸν ἴδιο, καὶ θὰ φορέσεις τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα τῆς ἀθανασίας. Δὲν ἔχεις λόγο διδασκαλίας, παράκληση πρὸς ἀρετή, δύναμη ἐλέγχου, ἀποτρεπτική τῆς κακίας καὶ προτρεπτική τῆς ἀρετῆς; Γίνε διδάσκαλος μὲ τὰ ἔργα, καθιστάμενος ἀγαθὸς ἐργάτης στὸν ἑαυτό σου καὶ στὸν πλησίον. Εἶναι δυνατὸ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἐλέγχεις καὶ ἐκείνους πού παρανομοῦν. Ἂς λένε οἱ παράνομοι αὐτοὶ καὶ γιὰ σένα, «μᾶς εἶναι βαρετὸς καὶ νὰ τὸν βλέπουμε ἀκόμη, γιατί οἱ δρόμοι αὐτοῦ εἶναι ἀνόμοιοι πρὸς τοὺς δρόμους μας». Ἂν πάλι δὲν μποροῦν νὰ κρατηθοῦν καὶ ἀπευθύνουν ὕβρεις καὶ πλέκουν συκοφαντικὲς κατηγορίες καὶ μηχανεύονται ἐναντίον σου τὰ πάνδεινα, μεῖνε ἀτάραχος, μὴν ἀλλάξεις τρόπο παραφερόμενος ἢ μένοντας ἀποχαυνωμένος, ἀλλὰ νὰ εἶσαι χρηστὸς στὸν ἑαυτό σου καὶ σ’ ἐκείνους, βλέποντας γιὰ παράδειγμα τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαπημένο σ’ ἐκεῖνον μαθητή, καὶ παίρνοντας αὐτὸ γιὰ ὁδηγὸ πορείας στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου τὴν εὐθεία, βάδιζε σ’ αὐτὴν χωρὶς ἐπιστροφή· γιατί λέγει ἐκεῖνος, «ἂν ἐδίωξαν ἐμένα, καὶ ἐσᾶς θὰ σᾶς διώξουν». Ἂν ἔτσι ἐνεργεῖς καὶ τέτοια ὑπομονὴ δείχνεις, θὰ εἶσαι σὲ ὅλους φανερὸς ὅτι ἀγκαλίασες μὲ πόθο τὴ θεία ἀγάπη.

Ἐὰν τώρα καὶ σὺ ποθεῖς νὰ δεῖς μέσα σου τὰ δείγματά της, θὰ σοῦ τὰ ὑποδείξω καὶ αὐτά, ἀρκεῖ μόνο νὰ βαδίζεις ἀκούραστα πρὸς τὴν ἀνεύρεσή τους. Ὅταν, ὑψώνοντας τὸν νοῦ πρὸς τὸν Θεό, δὲν ἀντισύρεσαι ἀπὸ κανένα γήινο, ἀλλά, λησμονώντας τὰ πάντα, ἀβίαστα χωρὶς διαλογισμοὺς ἐντρυφᾶς χαρούμενος στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς πρὸς αὐτὸν προσευχές, τότε γνώριζε ὅτι ἄγγιξες καθαρὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη, καὶ ὅτι σὲ τέτοιο βαθμὸ μετέχεις αὐτῆς, ὅσο παρατείνεται ὁ καιρὸς τῆς αὐτοῦ τοῦ εἴδους συνάντησής σου μὲ τὸν Θεό, ἢ καλύτερα τῆς ἕνωσής σου μ’ αὐτόν. Ὅταν πάλι προσεύχεσαι πρὸς τὸν Κύριο μὲ κατάνυξη καὶ γλυκερὸ πόνο καρδιᾶς ἐξ ἴσου ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ ὑπὲρ κάθε ἀνθρώπου, γνωστοῦ καὶ ἀγνώστου, ἐχθροῦ καὶ φίλου, ἀνθρώπου πού σὲ λύπησε καὶ δὲν σὲ λύπησε, τότε γνώριζε ὅτι ἀγάπησες μὲ τὴν ψυχή σου τὸν πλησίον σου. Ἀλλ’ αὐτὲς οἱ διαθέσεις δὲν δημιουργοῦνται μέσα σου ἐὰν δὲν ἔχεις τὰ φανερὰ ἔργα τῆς ἀγάπης· γιατί ἂν δὲν συνηθίσεις τὸν ἑαυτό σου ν’ ἀφήνει τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὸ τοῦ πλησίον, πῶς θὰ ὑπομείνεις τὰ ὅσα συμβαίνουν σ’ ἐσένα ἀπὸ αὐτόν; Καὶ ἂν δὲν ὑπομένεις μὲ γενναιότητα καὶ μακροθυμία τὶς ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων προκαλούμενες δυσχέρειες, πῶς θὰ προκόψεις στὸ νὰ ὑπερεύχεσαι γιὰ τοὺς ἐχθρούς; Ἐὰν πάλι, μὴ πειθόμενος σ’ αὐτὸν πού λέγει, «νὰ δίνετε τὰ διαθέσιμα ὡς ἐλεημοσύνη καὶ ὅλα θὰ σᾶς εἶναι καθαρά», τὰ κρατᾶς καὶ τὰ φυλάγεις κοντά σου καὶ δὲν τὰ προσφέρεις γιὰ νὰ καλύψεις τὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον σου, πῶς θὰ χύσεις δάκρυα γι’ αὐτούς; Γιατί λέγει κάποιος ἀπὸ τοὺς φίλους του Θεοῦ, «αὐτὸς πού ἔχει ἀγάπη σκόρπισε χρήματα, ἐνῶ ὅποιος λέγει ὅτι ἔχει καὶ τὰ δύο, καὶ τὰ χρήματα καὶ τὴν ἀγάπη, βρίσκεται σὲ πλάνη· γιατί ἢ τὰ χρήματα στερεῖται, ἢ εἶναι κενὸς ἀπὸ ἀγάπη, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεό». Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς ἐκφράζει τὴ γνώμη του λέγοντας, «δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε συγχρόνως στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμωνᾶ», μαμωνᾶ λέγοντας καθετὶ πού μᾶς περισσεύει, χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ κάτι ἄλλο. Καὶ δείχνει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ προσευχηθεῖ αὐτὸς πού φυλάσσει ἀπόθεμα χρημάτων γιατί λέγει, «ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ νοῦς σου», ὄχι ἀσφαλῶς στὴν προσευχή. Ὥστε γι’ αὐτοὺς ἔλεγε ὁ Κύριος καὶ τοῦτο· «αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη, ἡ καρδιὰ τους ὅμως ἀπέχει πολὺ ἀπὸ ἐμένα· μάταια μὲ σέβονται». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγαπημένη στὸν Θεὸ βροντὴ βροντοφωνάζει, «ὅποιος ἔχει τὸν πλοῦτο τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ δὲν δίνει στοὺς ἀδελφοὺς γιὰ τὶς ἀνάγκες τους, δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὸν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ»· οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ μένουν σὲ ἕνα καὶ τὸν ἴδιο, γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ λέγει πάλι ὁ ἴδιος, «νὰ μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο οὔτε ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο». Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ τοῦ κόσμου, παρὰ ἀπόκτηση χρημάτων πού δὲν ὠφελοῦν καθόλου τὴν ψυχή, σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ὑψηλοφροσύνη, θέλημα γήινο; Ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ χωρίζουν ἀπὸ αὐτὸν αὐτοὺς πού τὰ ἔχουν, νεκρώνουν τὴν ψυχὴ τοῦ νικημένου ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὴν θάβουν στὸ χρυσὸ καὶ ἀργυρὸ χῶμα, πράγματα πού εἶναι τόσο πιὸ χειρότερα ἀπὸ τὸ ἁπλὸ χῶμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνήθως καλύπτουμε τὸ δικό μας χῶμα, καθ’ ὅσον τὸ χῶμα αὐτὸ ριπτόμενο ἐπάνω ἀπὸ τὰ νεκρὰ σώματά μας συγκλείει τὴν ἀπὸ αὐτὰ δυσωδία καὶ καθιστᾶ τελείως ἀκατόρθωτη τὴν ἔξοδό της, ἐνῶ τὸ χρυσὸ καὶ ἀργυρὸ χῶμα ὅσο περισσότερο τοποθετηθεῖ πάνω στὸν νοῦ τοῦ κατόχου του, τόσο πιὸ δυσώδη τὸν κάμνει, ὥστε ἡ δυσωδία νὰ φθάνει καὶ μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς οὐράνιους ἀγγέλους καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ στρέφει πρὸς τὰ πίσω τους ἀπὸ ἐκεῖ οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστασία.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀγαπημένος μαθητής στάλθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον πού τὸν ἀγάπησε, τὸν Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς ἀναστήσει ἀπὸ τὰ νεκρὰ αὐτὰ ἔργα καὶ νὰ μᾶς προτρέψει σὲ ἔργα φωτός, ὡς ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων πού παρέχει αἰώνια ζωὴ παρουσίασε ὁλοκάθαρα τὴν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον ἀγάπη. Πῶς λοιπὸν τὸν ἀγαπᾶμε καὶ τὸν τιμᾶμε; Ὄχι, ὡς ἐκεῖνον πού μᾶς ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ἀλήθεια; Ἂς μὴ πράττομε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἀντίθετα πρὸς τοὺς λόγους ἐκείνου, οὔτε νὰ δείχνομε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη φαινομενικὰ καὶ μὲ τὴ γλώσσα, ἐνῶ μὲ τὰ ἔργα ν’ ἀπιστοῦμε πρὸς αὐτόν, πράγμα πού καὶ αὐτὸς ἀπαγορεύει λέγοντας, «νὰ μὴ ἀγαπᾶμε, ἀδελφοί, μὲ τὸ λόγο καὶ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ μὲ ἔργα καὶ ἀληθινά».

Ἂν λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἀγαπᾶμε καὶ τιμᾶμε τὸν πάνω ἀπὸ ὅλους ἀγαπημένο ἀπὸ τὸν Θεό, ἂς δείξουμε μὲ ἔργα καὶ ἀλήθεια τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτόν, γινόμενοι ὄχι μόνο ἀκροατὲς τῶν λόγων ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ ποιητές· γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀπὸ αὐτὸν εὐαγγελιζόμενη αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν ὁποῖο πρέπει αἰώνια δόξα στὸν οὐρανὸ καὶ πάνω στὴ γῆ μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ συναιώνιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς

Πηγή : Ι.Μονή Τ. Προδρόμου Καρέα

 

 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...