Βιογραφικό σημείωμα μακαριστού Καθηγουμένου Ι.Μ. Εσφιγμένου Αρχιμ. Χρυσοστόμου
Ο Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Εσφιγμένου Αρχιμανδρίτης κυρός Χρυσόστομος γεννήθηκε στο Χαλάνδρι το 1936.
Ήταν υιός του Στυλιανού Κατσουλιέρη και της Αικατερίνης Μπερτόλη.
Ήταν υιός του Στυλιανού Κατσουλιέρη και της Αικατερίνης Μπερτόλη.
Η οικογένειά του από
την πλευρά του πατέρα του με καταγωγή την Νάξο (πιθανόν Ενετικός οίκος
Lieri) είναι από τις παλαιότερες του Χαλανδρίου και ευτύχησε να έχει
επιφανή μέλη στους κόλπους της, όπως επί παραδείγματι ο παππούς του
Χρήστος Κατσουλιέρης, ο οποίος εχρημάτισε πρώτος πάρεδρος-πρόεδρος και
ακολούθως Δήμαρχος Χαλανδρίου. Το ονομά του φέρει σήμερα οδός στο
Χαλάνδρι στο σημείο που βρισκόταν η κατοικία του. Το όνομα Χρήστος
δόθηκε στον π. Χρυστόστομο κατά την βάπτισή του.
Από την πλευρά της
μητέρας του η οικογένειά του αποτελεί μια από τις ιδρυτικές οικογένειες
των Σπάτων, μιάς και ο πάλαι ποτέ οίκος των Bertoli με καταγωγή από την
Ιταλία ήταν το στρατιωτικό σώμα που συνόδεψε τον αρχηγό Μπούα Σπάτα από
το τότε Ιλλυρικόν (στη σημερινή Βόρειο Ηπειρο) στην φιλόξενη Αττική κατά
την μετοικεσία τους, λόγω των πιέσεων των Οθωμανών για εξισλαμισμό.
Ο
πατήρ Χρυσόστομος απέκτησε βαθειές ιερατικές ρίζες από τον ιερέα παππού
του Δημήτριο Μπερτόλη και του τρεις θείους – αδελφούς της μητέρας του:
παπά-Ηλία, παπά-Γιώργη και παπά-Μιχάλη. Ο θείος του, παπά-Ηλίας
Μπερτόλης διακρίθηκε για την μεγάλη κοινωνική του δράση στον χώρο των
Μεσογείων με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στην απαλλοτρίωση και
αναδιανομή των γεωργικών εκτάσεων κοντά στα σημερινά Σπάτα, μεριμνώντας
για την δίκαιη κατανομή τους στους ακτήμονες χωρίς κανένα απολύτως
προσωπικό όφελος.
Για
την δράση του αυτή απειλήθηκε και διώχθηκε από συμφέροντα της εποχής
και αναγκάστηκε να μετοικήσει στην Αφρική όπου διακρίθηκε για την
ιεραποστολική του δράση, οπότε προσφέροντας μεγάλο έργο τιμήθηκε από την
Εκκλησία και την Πολιτεία ως εθναπόστολος και ιεραπόστολος. Μη έχοντας
ούτε ένα τετραγωνικό γης στην γενέτειρά του και διωχθείς και από την
εκκλησιαστική κατάσταση της επταετίας απεβίωσε στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου
και ετάφη.
Ο
πατήρ Ηλίας υπήρξε μαθητής του αγίου Νεκταρίου και δίδαξε ως καθηγητής
στην Ριζάρειο. Ο Άγιος Νεκτάριος τέλεσε τον γάμο της μεγάλης του αδελφής
στο πατρικό σπίτι στα Σπάτα.
Πρόσφατα η τοπική
κοινωνία των Μεσογείων αναγνωρίζουσα την προσφορά του ανήγειρε τον
ανδριάντα του στον περίβολο του Μητροπολιτικού ναού Σπάτων τιμώντας τον
ες αεί.
Η ιερατική προεύλευση της οικογενείας αλλά και η ενασχόληση με τα κοινά διαμόρφωσε από νωρίς στην ψυχοσύνθεση του μικρού Χρήστου την πίστη στον Θεό και στα ιδανικά της πατρίδας, αλλά και την αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Η ιερατική προεύλευση της οικογενείας αλλά και η ενασχόληση με τα κοινά διαμόρφωσε από νωρίς στην ψυχοσύνθεση του μικρού Χρήστου την πίστη στον Θεό και στα ιδανικά της πατρίδας, αλλά και την αγάπη για τον συνάνθρωπο.
Σημαντικό στάδιο στην ζωή του απετέλεσε η Γερμανική Κατοχή, όπου σαν παιδάκι γνώρισε αφ’ ενός μεν την ορφάνια, με την στέρηση της φυσικής του μητέρας, που πέθανε στις αρχές του πολέμου από έλλειψη ιατροφαμακευτικής περίθαλψης, αφ’ ετέρου την φρίκη των εκτελέσεων στο Κορωπί και αλλού και την σκληρή πείνα, έχοντας μόνη ασπίδα την συσπείρωση και την προστατευτική σκέπη και αλληλοβοήθεια της μεγάλης οικογένειάς του (οκτώ παιδιά ο πατέρας, οκτώ παιδιά η μητέρα) που κατώρθωσε να επιβιώσει καλλιεργώντας ένα μεγάλο κτήμα στο σημερινό νομισματοκοπείο και εξοικονομώντας τρόφιμα για όλους, παρά την επίταξη από τους Γερμανούς.
Στα νεανικά του
χρόνια, τελειώνοντας την στοιχειώδη εκπαίδευση της εποχής, διορίστηκε
στην Εθνική Τράπεζα όπου εργάστηκε μέχρι την στρατιωτική του θητεία στην
αεροπορία.
Από της παιδικής του ηλικίας ως Χαλανδραίος συνέδεσε την εκκλησιαστική του ζωή με τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Χαλανδρίου ζώντας άλλωστε μόλις λίγα μέτρα από την πλατεία της Εκκλησίας. Έτσι εθήτευσε παρά τους πόδας του Μακαριστού Μητροπολίτου Ελασσώνος κυρού Ιακώβου Μακρυγιάννη, ηγουμένου τότε της Ι.Μ. Πεντέλης, και κατά την τοπική παράδοση προισταμένου του Ιερού Ναού. Η ισχυρή προσωπικότητα, ο ασκητικός αγιορείτικος χαρακτήρας και η ακτινοβολούσα ιεροπρέπειά του, σημάδεψαν τον νεαρό τότε Χρήστο, που έβλεπε τον Ιάκωβο έκτοτε σαν Γέροντά του και έτρεχε κοντά του στην μονή Πεντέλης, γαλουχούμενος υπ’ αυτού στα νάματα της αγίας Εκκλησίας.
Από της παιδικής του ηλικίας ως Χαλανδραίος συνέδεσε την εκκλησιαστική του ζωή με τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου Χαλανδρίου ζώντας άλλωστε μόλις λίγα μέτρα από την πλατεία της Εκκλησίας. Έτσι εθήτευσε παρά τους πόδας του Μακαριστού Μητροπολίτου Ελασσώνος κυρού Ιακώβου Μακρυγιάννη, ηγουμένου τότε της Ι.Μ. Πεντέλης, και κατά την τοπική παράδοση προισταμένου του Ιερού Ναού. Η ισχυρή προσωπικότητα, ο ασκητικός αγιορείτικος χαρακτήρας και η ακτινοβολούσα ιεροπρέπειά του, σημάδεψαν τον νεαρό τότε Χρήστο, που έβλεπε τον Ιάκωβο έκτοτε σαν Γέροντά του και έτρεχε κοντά του στην μονή Πεντέλης, γαλουχούμενος υπ’ αυτού στα νάματα της αγίας Εκκλησίας.
Η ενηλικίωση και η αφυπηρέτηση από τον στρατό επέτρεψαν πλέον παρά τις σχετικές αντιρρήσεις των γονέων (κυρίως της δεύτερης γυναίκας του πατέρα του Αργυρώς) να μεταβεί πλέον κοντά στον Γέροντά του που στο μεταξύ είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Ελασσόνος και να εγκαταβιώσει στην Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιωτίσσης Ελασσόνος, κειρόμενος μοναχός και λαμβάνων το όνομα Χρυσόστομος εις τιμήν του κατά την περίοδον αυτήν κοιμηθέντος μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Δασκαλάκη, χρηματίσαντος πνευματικού πατέρα και καθοδηγητή του Ιακώβου Μακρυγιάννη.
Το 1961 εχειροτονήθη Διάκονος και μετά από ένα χρόνο Ιερεύς, λαβών και τα οφίκια του Αρχιμανδρίτου και πνευματικού διά των χειρών του γέροντός του, υπηρετώντας την Μονή του και εξυπηρετώντας λειτουργικές ανάγκες της Ιεράς Μητροπόλεως.
Το 1964 έχοντας τον πόθο ανώτερων σπουδών και μη δυνάμενος να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο λόγω της διαμονής του στο μοναστήρι, έλαβε ευλογία και εφοίτησε στην ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Βόλου, αποφοιτώντας το 1966.
Το 1967, λόγω της στρατιωτικής δικατορίας και της έκρυθμης πολιτικής και εκκλησιαστικής καταστάσεως, ο γέροντάς του διώχθηκε από τον μητροπολιτικό θρόνο της Ελασσόνος κατηγορούμενος από το καθεστώς της εποχής, λόγω του ότι είχε διατελέσει πνευματικός της Σοφίας Μινέικο συζύγου του Γεωργίου Παπανδρέου και μητέρας του Ανδρέα και σχετιζόταν για πολλά χρόνια με την οικογένεια. Διωχθέντος του Μητροπολίτου Ελλασσώνος Ιακώβου από την έδρα του, ο πατήρ Χρυσόστομος έλαβε απολυτήριο για το Άγιον Όρος. Δεν κατέστη όμως δυνατόν να μεταβεί, μιάς και το στρατιωτικό καθεστώς και η εκκλησιαστική του παραλλαγή ενήργησαν τα αντίθετα. Ο πρώην πλέον Ελασσόντος Ιάκωβος απελάθηκε διά παντός από το Άγιον Όρος και δεν του επετράπη ποτέ η είσοδος. Λίγα χρόνια μετά και πριν εκπνεύσει η δικτατορία παρέδωσε το πνεύμα πικραμένος, μόνος και άδοξος, φιλοξενούμενος στο Λουτράκι. Από τότε ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος απέκτησε εκκλησιαστικό φάκελλο με αποτέλεσμα, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, να αντιμετωπίζεται σαν λεπρός και να μην μπορεί να γίνει δεκτός σε καμμία Μητρόπολη ή ενορία. Έτσι αποφάσισε να φύγει για το εξωτερικό και, μέχρι να ετοιμαστούν τα χαρτιά του, υπηρέτησε για ένα εξάμηνο ως εφημέριος του χωρίου Ζεφυρία στην νήσο Μήλο. Η μνήμη του παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξάλειπτη στην περιοχή, παρά το σύντομο της παρουσίας του εκεί και την προσπάθεια να αμαυρωθεί η διακονία του από το στρατιωτικό καθεστώς.
Ακολούθως
ο πατήρ Χρυστόστομος μετέβη στην Μεγάλη Βρετανία, όπου παρέμεινε ως
εφημέριος και ιερατικός προιστάμενος πολλών ελληνικών κοινοτήτων για
μια δεκαετία υπό την πεπνυμένη Αρχιερατική ποδηγεσία του αοιδήμου
Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Αθηναγόρου Κοκκινάκη.
Το 1977, σε μία
προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας να
στελεχώσει την Αρχιεπισκοπή με ικανά στελέχη, απεστάλη στη Αθήνα για να
φοιτήσει στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών κάι αφού
τελειώσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές να χειροτονηθεί βοηθός
επίσκοπος του Θυατείρων στην Αγγλία. Τελικά απεφοίτησεν το 1982, αλλά
στο μεσοδιάστημα απεβίωσε ο Θυατείρων Αθηναγόρας.
Έτσι παρέμενε στην Αθήνα φροντίζοντας τον ηλικιωμένο πατέρα του και υπηρετώντας στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών έως το 1987.
Στην
Αθήνα άρχισαν και τα πρώτα προμηνύματα της ασθένειάς του. Νοσηλεύθηκε
στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού με αρχική διάγνωση Καρκίνου στα οστά.
Τελικά μετά από αλλεπάλληλες εξετάσεις του δόθηκε ισόβια αγωγή για
ρευματοειδή αρθρίτιδα με αποτέλεσμα από την ηλικία των πενήντα περίπου
ετών να λαμβάνει ισχυρά αντιφλεγμονώδη φάρμακα με πολλές φθοροποιές
επιπτώσεις στον οργανισμό.
Μετά
την κοίμησιν του πατέρα του, κατόπιν αδείας της Ιεράς Συνόδου της
Εκκλησίας της Ελλάδος μετέβη πλέον στο Άγιον Όρος και εγκατεβίωσε στο
Σιμωνοπετρίτικο Ιερό Κελλί του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις Καρυές. Το
ανακαίνισε και, ακολούθως μετά από πυρκαιά και ολοσχερή καταστροφή το
1990, το αναστήλωσε εκ βάθρων με πολλούς κόπους και θυσίες, ζώντας ως
γνήσιος αγιορείτης τον κελλιωτικό βίο.
Η θεάρεστη βιοτή του
και το θυσιαστικό του παράδειγμα στην διακονία της Εκκλησίας και του
πλησίον, έγιναν πόλοι έλξεως πνευματικών τέκνων, ώστε σιγά-σιγά γύρω του
να συγκεντρωθεί μικρή μοναστική αδελφότητα αποτελούμενη από άτομα που
έκειρε μοναχούς και εγκαταβιούσαν μαζί του στο Άγιον Όρος και μοναχές
που μετά από διάφορες προσπάθειες εγκαταβίωσαν στην Ιερά Μονή Προφήτου
Ηλία στις Σέρρες υπό την ηγουμενία της μακαριστής Γεροντίσσης
Μυρτιδιωτίσσης.
Το 2005 κατόπιν αποφάσεως της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους, προεδρευομένης υπό Πατριαρχικής Εξαρχίας του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξελέγη σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Εσφιγμένου.
Το 2005 κατόπιν αποφάσεως της Εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως της Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους, προεδρευομένης υπό Πατριαρχικής Εξαρχίας του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξελέγη σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Εσφιγμένου.
Αντιμετωπίζοντας με
την χαρακτηριστική του υπομονή το ζήτημα της αποσχίσεως της Μονής από
τον αγιορειτικό κορμό εργάσθηκε αόκνως, αθορύβως και αποτελεσματικώς για
την αποκατάσταση της κανονικότητος. Μη δυνάμενος να εγκαταβιώση στο
ιστορικό κτήριο της υπό κατάληψιν Ιεράς Μονής του, από τους γνωστούς
σχισματικούς, διέμεινε με την αδελφότητά του στο Αντιπροσωπείον της
Μονής στις Καρυές, αναστηλώνοντάς το εκ βάθρων.
Στις τρεις Οκτωβρίου του 2013 ημέρα Πέμπτη, δεκαεπτά μόλις ημέρες μετά την συμπλήρωση των εβδομήντα επτά του χρόνων, έφυγε από την ζωή γεμάτος εμπειρείες, αφήνοντας πίσω του βαρειά παρακαταθήκη στα πνευματικά του τέκνα και σε όλους όσοι τον γνώρισαν.
Ας είναι η μνήμη του αιώνια!
Πηγή : Ι.Μ. Εσφιγμένου