«Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ γνωρίζει, μολονότι ἁγνοεῖ τὰ ἄλλα· ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ γνωρίζει καί σένα καὶ τὰ ἄλλα, μακάριος δὲν εἶναι γι’ αὐτό, ἀλλά μόνο ἐπειδὴ γνωρίζει ἐσένα»
Ὤ,
μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία οἱ μακάριοι θὰ εἶναι ὅμοιοι καί
ἴσοι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καί ὄχι «λίγο κατώτεροι ἀπὸ αὐτούς» καί οἱ υἱοὶ
τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Θὰ εἶναι ἴσοι μὲ τοὺς ἀγγέλους καί παιδιὰ
τοῦ Θεοῦ, ὄντας τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ» (Λουκ. 20,36)· καί ὅπως εἶπε ὁ
μακάριος Αὐγουστῖνος· «Ὅταν θὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό Σου χωρὶς κάλυμμα στὸ
πρόσωπο, τότε τί θὰ μᾶς ἐμποδίση ὥστε νὰ εἴμαστε λίγο παρακάτω ἀπὸ τοὺς
ἀγγέλους; Μᾶλλον ὅμοιοι κατὰ πάντα καί ἴσοι μὲ τοὺς ἀγγέλους θὰ εἴμαστε»
(Εὐχὴ ιε’ ἡ ζ’). Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία ἡ ζωὴ θὰ
εἶναι μόνο ζωὴ χωρὶς θάνατο! Ἡ χαρὰ μόνο χαρὰ χωρὶς λύπη! Ἡ ἡμέρα μόνο
ἡμέρα χωρὶς νύκτα! Ἡ εὐτυχία μόνο εὐτυχία χωρὶς δυστυχία! Συνοπτικά,
στὴν ὁποία μακαριότητα τὰ καλὰ θὰ εἶναι μόνο καλὰ χωρὶς κανένα κακὸ· γι’
αὐτό, λοιπόν, εἶπε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος: «Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα ὅσα θέλει καί δὲν ἐπιθυμεῖ κανένα φαῦλο».
Ὤ,
μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη οἱ μακάριοι
ἀπὸ αἰσθητὸ ἥλιο καί ἀπὸ αἰσθητὴ σελήνη, γιὰ νὰ τοὺς φωτίζη, ἐπειδὴ ὁ
Θεὸς θὰ εἶναι γι’ αὐτούς ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, γιὰ νὰ τοὺς φωτίζη αἰώνια: «Δὲν θὰ ὑπάρχη γιὰ σένα ἀκόμη ὁ ἥλιος γιὰ φῶς ἡμέρας, οὔτε ἀνατολὴ σελήνης θὰ σὲ φωτίζη τὴν νύκτα, ἀλλά θὰ ὑπάρχη γιὰ σένα ὁ Κύριος φῶς αἰώνιο καί ὁ Θεὸς ἡ δόξα σου παντοτινὰ» (Ἡσ. 60, 19).
Γι’
αὐτό, λοιπόν, καὶ ὁ θεοφόρος Μάξιμος λύνοντας τὴν ἀπορία μερικῶν, ποὺ
ζητοῦσαν νὰ μάθουν ποιὰ διαφορὰ ἔχει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὴν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι κατανόησις τῆς
γνήσιας, προαιώνιας γνώσεως τῶν ὄντων, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τους, ποὺ
ὑπάρχουν μέσα στὸν Θεό. Ἐνῶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μετάδοσις κατὰ
χάρι τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν Θεὸ» (κεφ. ψ’ τῆς β’ ἑκατοντ.
τῶν θεολογικῶν).
Βλέπε
ἐδῶ, ὅτι μόνα τὰ φυσικὰ προσόντα στὸν Θεὸ προστίθενται στοὺς μακάριους
πρὸς θέα καὶ γνῶσι καί ἀπόλαυσι, ὄχι, ὅμως καὶ ἡ Θεία οὐσία, ἀπὸ τὴν
ὁποία προέρχονται αὐτὰ φυσικὰ καὶ ἀχώριστα· γιατί αὐτὴ δὲν εἶναι μόνον
ἀκατάληπτη, ἀλλά καί ἐντελῶς ἄγνωστη καί ἀόρατη στοὺς μακάριους.(Ἡσ. 60,
19). Δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη πλέον ἀπὸ λύχνο γιὰ νὰ φέγγη τὴν νύκτα, οὔτε
σπίτια, γιὰ νὰ κατοικοῦν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ γίνη γι’ αὐτοὺς καὶ λύχνος
καί κατοικία: «Καὶ νύκτα δὲν θὰ ὑπάρχη καὶ δὲν θὰ χρειάζονται λυχνάρι καί τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, γιατί ὁ Κύριος θὰ τοὺς φωτίζη καί θὰ βασιλεύσουν αἰώνια» (Ἀποκ. 22, 5). Καί πάλι: «Καί ναὸ δὲν εἶδα σ’ αὐτὴν διότι ναὸς της εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτορας καί τὸ Ἀρνίο» (Ἀποκ.. 22, 22).
Δὲν θὰ
ἔχουν ἀνάγκη οἱ μακάριοι οὔτε ἀπὸ ἀέρα οὔτε ἀπὸ φαγητό, οὔτε ἀπὸ πιοτό,
οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο ἐπιθυμητὸ πράγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ
γίνη σ’ αὐτούς ἀντὶ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ βασιλεύση πλήρως πάνω σὲ ὅλα» (Α’ Κορ. 15, 28), τὸ ὁποῖο ρητὸ ἑρμηνεύοντας ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Στὸν
καιρὸ τῆς ἀποκαταστάσεως θὰ εἶναι ὁ Θεὸς πάνω σὲ ὅλα … ὅταν δὲν θὰ
εἴμαστε διαμοιρασμένοι σὲ πολλά, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καί τὰ
πάθη, μὴ ἔχοντας καθόλου μέσα μας τὸν Θεὸ ἤ ἔχοντάς τον ἐλάχιστα, ἀλλά ὁλόκληροι θὰ εἴμαστε χωρητικοί ὅλου τοῦ Θεοῦ καί μόνου· γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ τελείωσις, πρὸς τὴν ὁποία σπεύδουμε νὰ φθάσουμε» (Λόγ. β’ περί Υἱοῦ).
Ὤ,
μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τελευταῖος καί ἔσχατος
σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μὲ τὴν δημιουργία καί
ἀναπλάσθηκε μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία· καί γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία: Ὤ,
μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, στὴν ὁποία οἱ μακάριοι βλέποντας στὸ
τρισήλιο φῶς τῆς δόξας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ λένε
στὸν Κύριο ἐκεῖνο ποῦ τοῦ εἶπε καί ὁ Φίλιππος: «Κύριε, δεῖξε μας τὸν Πατέρα καί μας ἀρκεῖ»·
καί στὴν ὁποία μακαριότητα βρισκόμενος καί σύ, ἀδελφέ, θὰ εἶσαι ὄχι
πλέον μακάριος, ἀλλ’ αὐτὴ σχεδὸν ἡ ἴδια μακαριότητα, ὅπως σοῦ ὑπόσχεται ὁ
Κύριος λέγοντας: «Καί θὰ σοῦ κάνω τὴν ἀγαλλίασι αἰώνια, καύχημα γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς» (Ἡσ. 60, 15).
Βλέπεις
αὐτὴν τὴν μακαριότητα; Αὐτὴ ἀποκτᾶται μὲ κόπους καί μόχθους. Βλέπεις
αὐτή τή χαρά; Αὐτή κερδίζεται μέ δάκρυα καί θλίψεις. Βλέπεις αὐτή τή
δόξα τοῦ Παραδείσου; Ὁ σπόρος της εἶναι ἡ ἀγάπη.
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης·