Μοναχός και Ιεραποστολή , του Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου [† 1989] .



Ο μακαριστός π. Επιφάνιος στήν Ι. Μονή Κεχαριτωμένης στήν Τροιζήνα .

Μοναχός και Ιεραποστολή

του Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου [† 1989]

«Οι εν τω κόσμω εργαζόμενοι Κληρικοί προσφέρουν έργον σπουδαιότατον το οποίον ουδεις επιτρέπεται να υπoτιμά και νά περιφρονή. Είνε όργανα της Χάριτος. Είνε "υπηρέται Χριστού και οικονόμοι Μυστηρίων Θεού". Συνεχίζουν εις τούς αιώνας τό έργον των Αγίων Αποστόλων. Κηρύττουν Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα, διδάσκουν μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών "επί τω ονόματι Αυτού". Διά της διδασκαλίας και της τελέσεως των Αγίων Μυστηρίων οδηγουν πλήθoς ανθρώπων εις την ανέσπερον Βασιλείαν του Θεού. "Χωρίς τούτων Εκκλησία ού καλείται", κατά τόν θείον Ιγνάτιον (Τραλλ. Γ´, 1). Αλλ' αν δέν επιτρέπεται νά υποτιμάται η αποστολή και τό έργον των εν τω κόσμω διακονούντων Κληρικών (και των ζηλωτών και χαρισματούχων λαϊκών), εξ ίσου δέν έπιτρέπεται νά υποτιμάται η αποστολή και το έργον των Μοναχών. Την Εκκλησίαν οδηγεί απλανώς το Πνεύμα το Άγιον. Αν ο Μοναχισμός ήτο περιττόν τι καί άχρηστον βάρος, αν ητο μία κατάστασις ανευ ουσίας καί νοήματος, δεν θα εγίνετο θεσμός εν τη Εκκλησία, δεν θα ησχολούντο περί αυτόν Άγιαι Οικουμενικαί καί Τοπικαί Σύνοδοι, δεν θα έγραφον περί αυτού μεγάλοι και θεοφόροι Πατέρες. Αν ο Μοναχισμός δεν ητο "έργον Θεού", αν δεν ήτο "καρπός του Αγίου Πνεύματος", αν δέν ήτο "φυτεία ήν εφύτευσεν ο Πατήρ", θα απεβάλλετο, αμα τη εμφανίσει αυτού, εκ του Οργανισμού της Εκκλησίας ως "ξένον σώμα". Αλλ' ο Μοναχισμός εβλάστησεν εν τω "γεωργίω' Αυτού, τη αγιωτάτη Εκκλησία, και εν αυτώ ηνδρώθη και εκαρποφόρησεν, ακριβώς διότι ήτο "φυτεία Θεού". Αμφισβήτησις της αξίας του Μοναχισμού είναι αδιανόητος απ' Ορθοδόξου σκοπιάς. Πάσα κατ' αυτού, ως "θεσμού", καταφορά είναι καθαρά θεομαχία. Καί εγώ αδελφοί μου, είς τούς εν τω κόσμω διακονούντας Κληρικούς ανήκω. Αλλ' ως ευπειθές τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας οφείλω να έπωμαι τη διδασκαλία αυτής καί νά μή αμφισβητώ ή, πολλώ μάλλον, να επικρίνω ό,τι εκείνη, "υπό Πνεύματος Αγίου φερομένη", επεκρότησε και ενηγκαλίσθη. Αγνοούμεν ότι τό Αγιολόγιον βρίθει Μοναχών; Οι Μάρτυρες καί οι Μοναχοί (Μάρτυρες και αυτοί "τη προαιρέσει") απαρτίζουν τά οκτώ η ίσως καί τα εννέα δέκατα του "Καταλόγου"των αγίων μας! Δεν είμεθα ημείς θεολογικώτεροι και σοφώτεροι της Εκκλησίας. Δέν γνωρίζομεν κάλλιον αυτής τί συμβιβάζεται καί τί δέν συμβιβάζεται πρός τό πνεύμα του Ευαγγελίου. Ο αρνούμενος τόν Μοναχισμόν, ως μή συμβιβαζόμενον πρός τό πνεύμα του Χριστιανισμού, καθίσταται αιρετικός, διότι θέτει εαυτόν υπεράνω της αυθεντίας της Εκκλησίας. Ουδείς επιβάλλει εις τούτον η εις εκείνον να γίνη Μοναχός. Αν τις έχη πόθον (αλλα καί κλήσιν!) νά διακονήση την Εκκλησίαν εν τω κόσμω, τό έργον είναι ιερόν και η πρός αυτό οδός ανοικτή και ο κωλύων ουδείς. Οσοι όμως έχουν τήν έφεσιν να τραπούν πρός τόν Μοναχισμόν, ας μή δεχθούν τάς επιθέσεις μας, ας μή συναντήσουν τά εμπόδια μας. Αγία η επιθυμία των και μακαρία η εκλογή των. Τό Πνεύμα το Αγιον διαιρεί τα χαρίσματα "ιδία εκάστω καθώς βούλεται".

Δεν θα αναπτύξω ενταύθα τήν αξίαν του Μοναχισμού, ως "τελειοτάτης οδού θεώσεως", στηριζόμενος, όχι βεβαίως επί της ανυπάρκτου πείρας μου, αλλ' επί της διδασκαλίας των αγίων Πατέρων. Δέν θά ομιλήσω διά τούς κοπιώδεις και αυτόχρημα ηρωικούς αγώνας των Μοναχών πρός κάθαρσιν από των "ψεκτών παθών", των οποίων αγώνων ημείς οι εν τω κόσμω η ουδεμίαν η ελαχίστην "γεύσιν" έχομεν. Δέν θα είπω τι περί της ασιγήτου λατρείας του εν Τριάδι Θεού, η οποία τελείται εν ταις ιεραίς Μοναίς και εν τη καρδία εκάστου Μοναχού. Δέν θα επισημάνω τά "ουράνια χαρίσματα", διά των οποίων πολλοί Μοναχοί κατεκοσμήθησαν. Θά σταθώ εις εν και μόνον σημείον, όπερ έχει άμεσον σχέσιν πρός τό υποβληθέν ερώτημα.
Και θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός προσφέρει πολλά "εις την ταλαιπωρουμένην Κοινωνίαν"! Θά τολμήσω νά ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός, πας Μοναχός, (εννοείται, αληθινός Μοναχός,) είνε Ι ε ρ α π ό σ τ ο λ ο ς ! Είπον, "πας Μοναχός" διότι πρόθεσίς μου δεν είνε νά περιορίσω την ιδιότητα του ιεραποστόλου εις μόνους τούς Μοναχούς εκείνoυς, οίτινες, έχοντες και τό της Ιερωσύνης Χάρισμα, εξέρχονται της Ιεράς αυτών Μάνδρας και τη αδεία των εκασταxoύ Επισκόπων, περιοδεύουν ανά τάς πόλεις και τα χωρία, διδάσκοντες και εξομολογούντες, ουδέ εις εκείνoυς, οίτινες έχοντες συγγραφικόν χάρισμα, ενίοτε σπανίας δυνάμεως, εκδίδoυν θαυμάσια βιβλία και δι' αυτών oικoδoμoύν χιλιάδας ψυχών, καί μάλιστα επί γενεάς ολοκλήρους, ως π.χ. ο άγιος Nικόδημoς. Εγώ, άδελφοί μου, πιστεύω-και μη με θεωρήσητε παραδοξολογούντα, διότι θα δικαιoλoγήσω την πίστιν μου αυτήν- ότι Ιεραπόστολοι είνε και οι Μοναχοί εκείνοι, οι οποίοι ουδέποτε εξήλθον εκ του περιβόλου της Μονής των ουδέ έγραψαν σελίδα τινά. -Εννοείς την προσευχήν, θα είπουν τινές εξ υμών. Βεβαίως εννοώ και την προσευχήν, αλλά όχι μόνον την προσευχήν. Η δύναμις της προσευχής, και μάλιστα της προσευχής ανθρώπων εχόντων "βίον Θεώ κεκαθαρμένoν ή καθαιρόμενoν", ανθρώπων "πολλήν προς Θεόν κεκτημένων παρρησίαν", είνε πανίσχυρος. Έν "καρδιoστάλακτoν δάκρυoν" ηγιασμένης υπάρξεως είνε δυνατόν να φέρη αποτελέσματα δια τα οποία θα απητούντο πολλά κηρύγματα καί πολλά βιβλία. Η προσευχή θαυματουργεί. "Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη. Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ούκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρείς και μήνας έξ· καί πάλιν προσηύξατο και ο ουρανός υετόν έδωκε καί η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής" (Iακ. ε´, 16 κ.έ.). Δέν αποτείνομαι προς απίστους ή προς θρησκευτικώς αδιαφόρους αποτείνομαι προς πιστούς. Και δι' αυτό δέν υπάρχει λόγος νά επεκταθώ εν πρoκειμένω. Πάντες αποδεχόμεθα την δύναμιν της προσευχής, πάντες γνωρίζομεν τά σωτήρια αποτελέσματά της. Επομένως πάντες πρέπει να βλέπωμεν ως μεγάλην προσφοράν προς τον κόσμον τάς προσευχάς τών Μοναχών. Σκεφθήτε! Δεν υπάρχει ώρα, δεν υπάρχει στιγμή του εικoσιτετραώρoυ, κατά την οποίαν να μη αναβαίνουν θερμαί ικεσίαι προς τον θρόνον του Δυνατού. Καθ' όλον τό εικοσιτετράωρον ο Θεός "πολιορκείται" υπό πυρίνων και δακρυβρέκτων δεήσεων "να ελεήση" και "να σώση" τον κόσμoν. Και όταν ημείς εργαζώμεθα και όταν τρώγωμεν καί όταν κοιμώμεθα, κάποιοι προσεύχονται δι' ημάς κάπoιoι "σχολάζουν" και αγρυπνούν και, εν αγωνία ψυχής, κραυγάζoυν τό "Κύριε, ελέησον!". Mικρά είνε αυτή η προσφορά; Επεσκέφθην πρό ετών μεγάλην γυναικείαν Μονήν. Μεταξύ τών μοναζουσών, τας οποίας εγνώριζον, ήτο και μία σχεδόν αιωνόβιος. Ύπαρξις ολιγογράμματος, αλλ' ηγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν ηγείρετο πλέον εκ της κλίνης. Aνεκάθητo μόνον επ' αυτής. Μετέβην εις τό κελλίoν της. Κλαίουσα μου είπε τό... παράπονόν της: "Αχ, αυτή η Γερόντισσα! την παρακαλώ να μου δίνη δουλειά να κάμω εδώ επάνω εις τό κρεβάτι, αφού δεν ημπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Ημπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέγει ότι εδούλεψα ογδόντα χρόνια εις τό Μοναστήρι. (Είχε μεταβή εκεί εις ηλικίαν 16 ετών). Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες καί ταΐζουν εμένα. Τι να κάμω όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στενοχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω. Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί αναπαύθηκα. Σκέφθηκα να κάμω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σαν να δουλεύω και εγώ. Βλέπεις αυτό τό κομβοσχοίνι; (Μου έδειξε κομβοσχοίνιον έχον πολύ μεγάλους κόμβους). Δεν το αφήνω καθόλου από τα χέρια μου ημέρα - νύχτα, εκτός από δύο - τρείς ώρες πού κοιμάμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή για την Γερόντισσα και για τις Καλογρηές που δουλεύουν γιά να τρώω εγώ. Αλλά κάνω καί για όλους. Για τόν Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για τό Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τούς Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ. Έτσι αισθάνομαι λιγώτερο βάρος εις την ψυχήν μου που τρώω δίχως να δουλεύω...". Δακρύζω οσάκις φέρω εις την μνήμην μου την σκηνήν αυτήν. Έκτoτε δεν επανείδον την οσίαν εκείνην Μοναχήν. Μετ' ολίγους μήνας απήλθεν εις άλλους κόσμους, δια να συνεχίζη εκείθεν τάς "εκ βαθέων" προσευχάς της "για όλους όσους θυμηθεί" (ελπίζω και δι' εμέ...), καίτοι άνευ πλέον του χονδρού κομβοσχοινίου της, τό οποίον ετάφη μαζί με τό ιερόν σκήνος της...

Αλλ' η προσευχή είνε είς έκ των τρόπων, ο πρώτος, διά των οποίων ο Μοναχός ασκεί Ιεραποστολήν, δηλαδή βοηθεί τάς ψυχάς να σωθούν. Υπάρχουν δύο ακόμη τρόποι, αδελφοί μου.

Ο δεύτερος: Που υπήρξε Μοναστήριον και δεν έγινε πόλος έλξεως των ανθρώπων; που υπήρξεν ε ρ η μ ί τ η ς και δεν έφθασαν ως εκεί, "εν σπηλαίοις και όρεσι και ταίς οπαίς της γης", στρατιαί επισκεπτών ζητούντων παρ' αυτού είτε "λόγον παρακλήσεως" είτε και μόνην την θέαν του προσώπου του, την πολλά διδάσκουσαν και μεγάλως οικοδομούσαν; Αυτα δε όχι μόνον εις την παλαιάν εποχήν, αλλά και εις τάς ημέρας μας. Πόσοι "κοπιώντες και πεφορτισμένοι" οδοιπόροι του βίου δεν καταφεύγουν εις τάς Ιεράς Μονάς, ίνα εύρουν ολίγην γαλήνην ψυχής; Πόσοι δεν ωφελούνται εκ της υποβλητικής ατμοσφαίρας, η οποία επικρατεί εκεί κατά τας ιεράς Ακολουθίας; Πόσοι άπιστoι και θρησκευτικώς αδιάφοροι, επισκεπτόμενοι διά λόγους τουριστικούς τα ιερά του Μοναχισμού Σκηνώματα, δεν αισθάνονται νυγμούς εις την καρδίαν των έκ των όσων βλέπουν εκεί; Πολλάκις ήρκεσε μία επίσκεψις διά να τεθεί εις δοκιμασίαν η απιστία ή η αδιαφορία των. Έτι πλέον: Δεν είνε ολίγαι αι περιπτώσεις κατά τας οποίας ησθάνθησαν σειόμενον τον εσωτερικόν των κόσμον, κατά τας οποιας υπέστησαν την "καλήν αλλοίωσιν", κατά τας οποίας έφυγον εκ των Ιερών Μονών, μετά ολιγοήμερον ή και ολιγόωρον παραμονήν, αναγεννημένοι! Πάν Μοναστήριον αποτελεί αληθινήν Όασιν εν τη αυχμηρά ερήμω της παρούσης ζωής, καί μάλιστα της συγχρόνου... Ειδικώτερον δια τας πέριξ πόλεις και τα πέριξ χωρία εκάστη Ιερά Μονή αποτελεί πνεύμονα οξυγόνου, οξυγόνου πνευματικού. Το δε Άγιον Όρος αποτελεί "πνεύμονα οξυγόνου" δι' όλην την Ελλάδα· τι λέγω; Δι' όλην την Οικουμένην! Ας μη εξέρχωνται οι Μοναχοί εις τον Κόσμον. Πορεύεται ο κόσμος προς αυτούς. Ας κρύπτωνται εντός περιμανδρωμένων χώρων οι Μοναχοί. Το φως τους ακτινοβολεί και φωτίζει τα πέριξ· ενίοτε φωτίζει και τα πολύ μακράν. Ας μη λέγουν πολλά. Υπάρχει και "η σιωπηλή ευγλωττία του Αγίου Βίου". Αδελφοί ας υπάρχουν Μοναστήρια! Μόνον ας ευχώμεθα να είνε άξια του προορισμού των. Και τότε, κατά μίαν θείαν νομοτέλειαν γίνονται αυτομάτως και ιδιότυπα ιεραποστολικά κέντρα, αποβαίνουν πνευματικοί Φάροι, καθίστανται ψυχικαί οάσεις, μεταβάλλονται εις Θεία Πανδοχεία πολλών "περιπεσόντων λησταίς"... Ουκ ολίγα έχει να ωφεληθή ο Κόσμος εκ των Μοναστηρίων.

Ο τρίτος: Ο Μοναχός, καν σιωπά, καν κρύπτεται, είνε το πλέον κραυγαλέον κήρυγμα. Κήρυγμα όχι λόγοις, αλλ' έργω. Κήρυγμα ισχυρόν και συγκλονιστικόν. Τι κηρύσσουν, αδελφοί μου, οι ιεραπόστολοι δηλαδή οι εργάται της Εκκλησίας μας, εις τα κηρύγματά των; Τι γράφουν εις τα βιβλία των; Ποία είναι τα θέματά των; Τι μας προτρέπουν; Να αγαπώμεν τον Θεόν, να προσευχώμεθα, να πολεμώμεν τας κακίας μας, να μετέχωμεν των Αγίων Μυστηρίων, να μετανοώμεν δια τας αμαρτίας μας, να είμεθα ταπεινοί, να μη προσκολλώμεθα εις τα υλικά αγαθά, να έχωμεν το πολίτευμα εν ουρανοίς κ.λπ., κ.λπ. Αλλά τα ίδια ακριβώς δεν κηρύσσει και ο Μοναχός όχι με τά λόγια του, αλλά με τα έργα του, με το παράδειγμά του; Αποφασίζω να γίνω Μοναχός, αληθινός Μοναχός, σημαίνει: Η αγάπη του Θεοῦ, ο θείος έρως, κατατρώγει την ύπαρξίν μου. (Εννοείται ότι η τοιαύτη αγάπη απαντά μεν κυρίως και κατ' εξοχήν εις τους Μοναχούς, αλλά δεν δυνάμεθα να είπωμεν ότι μόνον και αποκλειστικώς ο Μοναχός έχει τοιαύτην αγάπην και ουδείς ανεξαιρέτως άλλος. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός θα αποτελέσει μονομέρειαν απαράδεκτον Ορθοδόξως. Το Πνεύμα το Άγιον, είπομεν, διαιρεί ως βούλεται τα χαρίσματα. Ο Ιωάννης της Κροστάνδης π.χ. ήτο "κοσμικός" Ιερεύς. Τις θα ηδύνατο να αρνηθή τον πυριφλεγή θείον έρωτα της ηγιασμένης καρδιάς του;) Η προσευχή είνε το ύδωρ και το οξυγόνον της ψυχής μου. Η μετάνοια είνε υπόθεσις όλης μου της ζωής. Το "εγώ μου" κατεδικάσθη εις θάνατον. Περιφρονώ τα υλικά αγαθά. "Ηγούμαι πάντα σκύβαλα ίνα Χριστόν κερδήσω". Πλούτος, ευμάρεια, αξιώματα, τιμαί και δόξαι, δεν με συγκινούν. Τα αντιπαρέρχομαι και προσηλώνω ατενώς το βλέμμα μου εις την Άνω Ιερουσαλήμ...

Όταν λοιπόν ακoύσης ότι ο φίλος σου, ο γείτων σου, ο συγγενής σου, ο γvώριμός σου, εγκατέλιπε τα εγκόσμια και απεσύρθη εις Μονήν, δέν είνε ως νά ακούης έv ηχηρότατον και εκκωφαντικόν κήρυγμα δι' όλα τά ως άνω, άν μάλιστα ο αναχωρήσας είχεν αξιόλογα προσόντα και ηδύνατο νά έχη πολλάς "επιτυχίας" εν τω παρόντι βίω; Ο φίλος σου φεύγει σιωπών. Δέν σε είδε πριν φύγη, δεν σε απεχαιρέτισεν. Η πράξις του όμως, πράξις ηρωϊκή, πράξις μεγάλης θυσίας διά τήν αγάπην του Θεού, ομιλεί αφ' εαυτής. Ο ήχος των βημάτων της αναχωρήσεώς του αντηχεί ευκρινέστατα. Και δεν θά σβήση ποτέ. Θά τόν ακoύης εις όλην σου την ζωήν. Ας μη ιδής πάλιν τόν φίλον σου. Ή και ας μάθης ότι απέθανεν. Η ενθύμησίς του δεν θά σε αφήση ήσυχον. θά σου φέρη αδιαλείπτως σωτήριον ταραχήν και αγίαν ανησυχίαν. θά σε ελέγχη συνεχώς. Εγώ, θά σκέπτεσαι, δυσκoλεύoμαι νά νηστεύω Τετάρτην και Παρασκευήν, ενώ εκείνος... Εγώ δεν εκοινώνησα ούτε τό Πάσχα εφέτος, ενώ εκείνος... Εγώ μόλις και μετά βίας λέγω δύο λόγια προσευχής, ενώ εκείνος... Εγώ συνάγω χρήματα πολλά και σχηματίζω μεγάλην περιουσίαν και τρέμω νά δώσω ολίγα εις τους πτωχούς, ενώ εκείνος... Εγώ ψεύδομαι και κολακεύω δια νά επιτύχω κοινωνικήν άνοδον, ενώ εκείνος... Εγώ διψώ δια τιμάς και δόξας, ενώ εκείνος... Εγώ εκόλλησα εις την γήν, ενώ εκείνος....


Αλλά και άπιστος αν είσαι η θρησκευτικώς αδιάφορος, η πράξις του φίλου ή του γνωστού σου, πέρα της καταπλήξεως την οποίαν θά σου πρoξενήση, θά διαβιβρώσκη ακαταπαύστως τά θεμέλια της απιστίας ή της αδιαφορίας σου. Θα σκέπτεσαι τήν πράξιν αυτήν εις στιγμάς νηφαλιότητος ή και εις στιγμάς πικρίας και απογοητεύσεως εκ "των του κόσμου τερπνών" και θα ακούης μίαν φωνήν να σε ερωτά: Μία πίστις, που εμπνέει τοιαύτας θυσίας, μήπως δεν είνε απλούν πλάσμα της φαντασίας; Μία πίστις που σε κάμνει ευτυχή, όταν συ αρνήσαι τα πάντα και απορρίπτεις ότι οι άλλοι θεωρούν σπουδαίον, δηλ. ηδονάς, χρήματα, ανέσεις, προβολήν, δόξαν κ.λπ., μήπως έχη την αλήθειαν; Μήπως δεν τελειώνουν όλα εδώ; Μήπως υπάρχη ζωή μετά θάνατον; Μήπως αυτό που έκαμεν ο φίλος σου, ο τόσον άλλωστε συνετός και ευφυής, δεν είνε μία ηρωική "τρέλλα", αλλά μία πολύ "επικερδής επιχείρησις"; Μήπως εύρεν όντως τόν "πολύτιμον μαργαρίτην", περί του οποίου ομιλεί κάπoιo βιβλίον ονομαζόμενον Ευαγγέλιον;...

Αυτά και άλλα παρόμοια θά κηρύττη πρός μέγαν αριθμόν προσώπων τό παράδειγμα του Μοναχού. Ποίος θα ισχυρισθεί ότι τό σιωπηλόν αυτό, αλλά και τόσον βροντόφωνον, "κήρυγμα", δεν "σπάζει κόκκαλα" κατά τό δη λεγόμενον; Δεν είνε κήρυγμα θεωρητηκόν· είνε κήρυγμα έμπρακτον. Δεν διαρκεί ολίγα λεπτά· πλήττει τα ώτα σου συνεχώς και ακαταπαύστως. Kυριoλεκτικώς σε καταδιώκει. Ο Μοναχός, "λαμβάνων τόν Σταυρόν και ακoλoυθών τω Χριστώ, ΠΡΑΤΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΕΙ - και διδάσκει μεγαλοφωνότατα- υπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· επιμελείσθαι δέ ψυχής πράγματος αθανάτου".

Είνε λοιπόν ή δέν είνε, δια μόνου του παραδείγματός του, σαλπιγκτής τής αιωνιότητος ο Μοναχός; Είνε ή δέν είνε οδοδείκτης του ουρανού; Είνε ή δέν είνε ιεροκήρυξ και ιεραπόστολος;...».



 Αναδημοσίευση από τήν ιστοσελίδα τής Εκκλησίας τής Ελλάδος .