Ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός μέ τήν στάση τού , καταδικάζει τούς παλαιοημερολογίτες « ΓΟΧ » .






Απόσπασμα από τό βιβλίο τού π. Βασιλείου Παπαδάκη : 
'' Οί κακοδοξίες τού ζηλωτικού παλαιοημερολογιτισμού ''.



   Κατά το α  ήμισυ της β  χιλιετίας οι Λατινόφρονες  Ενωτικοί αγωνίζονται «πάση θυσία»11, όπως λέγει ο Ζηλωτής θεολόγος Θεοδώρητος, να επιτύχουν την ένωσι με τους Λατίνους.  Υποστηρίζουν μάλιστα (τέλος ιβ  αιώνος), ότι οι Ορθοδοξοι δεν έπραξαν «καλώς»12 που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ της καταδίκης τους. Παρά ταύτα, οι μεγάλοι Πατέρες καθώρισαν με την διδασκαλία και το παράδειγμά τους ως όρο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας την ένωσι με τους αιρετικούς και όχι την ύπαρξι  Ενωτικών και Λατινοφρόνων (έναντι των οποίων αγωνίσθηκαν φυσικά με ακατάβλητο ηρωισμό) η τις κινήσεις προς ένωσι και τους Διαλόγους. Συγκεκριμένα:


α . Κατά το 1273 ο βασιλεύς Μιχαήλ ο Παλαιολόγος ζήτησε την γνώμη των  Αγιορειτών Πατέρων13 για τις ενωτικές του πρωτοβουλίες και τον φιλοπαπικό "Τομο πίστεως", που είχε συντάξει με Λατινόφρονας κληρικούς14. Οι  Αγιορείται Πατέρες δι επιστολής τους τον προέτρεψαν τότε να μη πραγματοποιήση ένωσι με τους αμετανοήτους Λατίνους, διότι διαφορετικά θα διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία15 με όσους την αποδεχθούν. Οι Πατέρες όμως δεν διέκοψαν την επικοινωνία με τους Λατινόφρονας προ της ενώσεως με τους Λατίνους (1274), γεγονός που ελέγχει ως τελείως αντιπατερική και αυθαίρετη την στάσι των σημερινών Ζηλωτών.

 Ο π. Νικόλαος απέφυγε να αναφέρη στην διήγησί του την ένωσι με τους Λατίνους.  Ετσι όμως δεν έγινε κατανοητό, ότι ο λόγος διακοπής της κοινωνίας ήταν η ένωσις και όχι απλά η ύπαρξις των Λατινοφρόνων! Δεν διευκρίνησε επίσης το εξής: Οι Πατέρες δεν επικαλούνται τον ιε  κανόνα της ΑΒ  συνόδου για να απειλήσουν τους Λατινόφρονας, ότι θα διακόψουν προ συνοδικής κρίσεως την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους (όπως δυστυχώς αφήνει να εννοηθή η όπως παραπλανητικά λέγουν άλλοι Ζηλωταί και μάλιστα  Αγιορείται16), αλλά για να δικαιολογήσουν ότι «δικαίως και κανονικώς εξεκόπημεν»17 από τους Λατίνους «προ του καταδικασθήναι»18 αυτούς.

β . Αλλα και ο ιερός Βρυέννιος δεν διέκοψε την επικοινωνία με τους Φιλενωτικούς της εποχής του.  Εκανε μάλιστα Διαλόγους με Παπικούς και αγωνίσθηκε να μη υποταχθή η Ορθοδοξια. Το διορατικό μάτι του Βρυεννίου διέκρινε, ότι η Ορθοδοξος Εκκλησια επρόκειτο να υποστή ανυπολόγιστη συμφορά. Επειδη υποψιαζόταν, ότι η «απειρία»19 αυτών που επιθυμούσαν την ένωσι θα ωδηγούσε στην πραγματοποίησι της «επαράτου συγκαταβάσεως»20 (ένωσι με τους Παπικούς χωρίς να αποβάλλουν το Filioque και τις άλλες καινοτομίες τους) κατέκρινε δρυμύτατα (1419) τον "οικουμενιστικό" αυτό τρόπο ενώσεως και όσους τον προωθούσαν 21.

 Ο ιερός Ιωσηφ είχε αποσταλεί επίσης ως αρχηγός αποστολής στην Κυπρο (1406) από την σύνοδο του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίου για την πραγματοποίησι της επιστροφής της υποταγμένης στους Λατίνους Εκκλησιας της Κυπρου με την Ορθοδοξο Εκκλησια.  Ο Βρυέννιος πήγε στην Κυπρο, αλλά δεν υπήκουσε στις απαράδεκτες εντολές της συνόδου να έλθη σε κοινωνία με τον κλήρο της νήσου και να διευθετήση το ζήτημα με «οικονομία»22. Σε ειδική μελέτη του δε, που εξεφώνησε το 1412 προς την ιερά σύνοδο, επέκρινε όσους προσπαθούσαν παράλογα να δικαιολογήσουν τους εκτός Εκκλησιας ευρισκομένους Κυπρίους και επιθυμούσαν την ένωσι μαζί τους 23.

Κατά το 1430, έπειτα από αλλεπάλληλες αποστολές πρέσβεων προς τον πάπα και ανταλλαγές επιστολών (1415-1430) για το ζήτημα της ενώσεως Ορθοδοξων - Λατίνων, ο βασιλεύς συνεκάλεσε σύσκεψι «εν τη Παλατιανή». Κατά την σύσκεψι αυτή, στην οποία συμμετείχε ο πατριάρχης και άλλοι επίσημοι κληρικοί και πολιτικοί, ο Βρυέννιος διεφώνησε με την νέα αποστολή πρέσβεων προς τον πάπα24. Λιγο αργότερα μάλιστα διηγήθηκε προς τον μέγα εκκλησιάρχη τα εξής αποκαλυπτικά: «Εγω αφ ούπερ ήκουσα όσα εν τη Παλατιανή ακήκοα (και επί τούτοις εκπληκτικόν τι βοήσας και την χείρα κατά το στόμα θέμενος) έκτοτε έγνων, έφην, ως ουδέν τι αγαθόν ενταύθα γενήσεται· αντέστην γαρ είπε προς εκείνο το βούλευμα, καθώς ηδυνάμην»25. Δυστυχώς οι αποστολές πρέσβεων συνεχίσθηκαν, όχι μόνο προς τον πάπα, αλλά και προς την αντίθετη προς αυτόν σύνοδο των Λατίνων επισκόπων της Βασιλείας 26.

γ .  Η μελλοντική ενωτική σύνοδος σε Ιταλικο έδαφος προετοιμαζόταν υπό απαράδεκτες προϋποθέσεις.  Ο αυτοκράτωρ έπειτα από απαίτησι του παπικού αντιπροσώπου έπεισε τους πατριάρχας της Ανατολης να μη απαιτήσουν από τους τοποτηρητάς τους να αποδεχθούν μία ένωσι σύμφωνη με «τας παραδόσεις των αγίων Οικουμενικών συνόδων και των διδασκάλων της Εκκλησιας»27, αλλά αντιθέτως οποιαδήποτε μορφή ενώσεως θα αποφασιζόταν κατά την ενωτική σύνοδο! Σε κοινές δε συνεδρίες των επισημοτέρων κληρικών και πολιτικών της επικρατείας (1436) υποστηρίχθηκε και η συμβατική ένωσις, δηλαδή η κατ οικονομία αναγνώρισις των αιρέσεων της Ρωμης, χωρίς όμως υποχρεωτικό χαρακτήρα για την Ορθοδοξια28, ενώ ο βασιλεύς φρόντιζε να αποκλείη την συμμετοχή των εχθρών των λατινικών καινοτομιών από την σύνοδο29.  Ο Ορθοδοξος λαός και οι περισσότεροι επίσκοποι διέβλεπον την αποτυχία της συνόδου και τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την Ορθοδοξια, απέκρουον με επιμονή την συμμετοχή στην ενωτική σύνοδο των Λατίνων και αποδοκίμαζαν την σχεδιαζομένη ένωσι30. Οι  Αγιορείται αρνήθηκαν να παράσχουν ουσιαστική βοήθεια31 και ο άστατος, φιλόδοξος και τελείως ανίκανος πατριάρχης Ιωσηφ απειλούσε με σφοδρότητα όσους δεν ήθελαν να τον ακολουθήσουν, ενώ δεν έκανε καμμία σχετική προετοιμασία με τους επισκόπους 32.

Παρά ταύτα ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (διάδοχος του σοφού Βρυεννίου), επειδή γνώριζε πολύ καλά το νόημα του ιε  κανόνος της ΑΒ  συνόδου, δεν διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τους  Ενωτικούς. Ανεχωρησε μαζί τους, καθώς και με τον «προδιεφθαρμένον»33 πατριάρχη για την Ιταλια και έκανε Διάλογο με τους Λατίνους, τους οποίους παρεκάλεσε: «Προσλάβησθε αδελφούς σπαρασσομένους»34 (οι αιρετικοί Λατίνοι θα προσελάμβαναν τους Ορθοδοξους!)  Ο  Αγιος αγωνίσθηκε με ακαταμάχητη γενναιότητα για να ματαιώση την συμβατική ένωσι.  Επειτα όμως από την πραγματοποίησί της (1439) συνιστούσε στους Ορθοδοξους: «Δει γαρ παντάπασιν εκείνους (τους Λατινόφρονας) είναι κεχωρισμένους ημών»35.  Η στάσις αυτή του  Αγίου έναντι των  Ενωτικών, που υποστήριζαν "οικουμενιστικού" τύπου ένωσι με τους Λατίνους, αποτελεί αναμφίβολα την μεγίστη καταδίκη των Ζηλωτών και όχι την δικαίωσί τους, όπως υποστηρίζει ο π. Νικόλαος.

Απολυτα σύμφωνος είναι ο  Αγιος και με την άποψί μας περί διαφοράς μεταξύ επισήμου κηρύξεως αιρέσεως και σποραδικής. Συμφωνα με δικούς του λόγους, ο  Αγιος ζήτησε από τους Λατίνους «εκβληθήναι την προσθήκην εκ του αγίου συμβόλου ης εκβληθείσης συναπόλοιτο αν και η δόξα (η κακοδοξία του Filioque), και ούτως καλόν αν ην ει ενούμεθα μετά τούτου του τρόπου· ει δε και υπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην την δόξαν, τούτο ουδέν αν ην προς το καθόλου πλήρωμα της Εκκλησιας· μη κηρυττούσης γαρ αυτής αυτήν δια του συμβόλου, εσβέννυτο αν κατά μικρόν και από της πάντων διανοίας, η και μετ ολίγου κόπου η Εκκλησια κατήργει αν αυτήν» 36.

δ . Η ένωσις Ορθοδοξων - Λατίνων δεν είχε μεγάλη διάρκεια.  Αν και οι Ανθενωτικοι επεκράτησαν, το 1452 άρχισαν προσπάθειες για νέα ένωσι37. Στις διαπραγματεύσεις με τους Λατίνους προσκλήθηκε και ο διάδοχος του αγίου Μαρκου στον ανθενωτικό αγώνα και μετέπειτα πατριάρχης, Γεννάδιος ο Σχολάριος.  Ο ιερός Γεννάδιος είχε προσπαθήσει ποικιλοτρόπως38 να αποτρέψη την νέα ένωσι με τους Λατίνους, χωρίς όμως να διακόψη την επικοινωνία με όσους την σχεδίαζαν. Αποδεχθηκε μάλιστα τον Διάλογο με τους Λατίνους και έκανε σχετικές προτάσεις39. Επειδη όμως αντιλήφθηκε, ότι η ένωσις είχε αποφασισθή προ του Διαλόγου, αρνήθηκε να συμμετάσχη σ αυτόν. Αντισταθηκε μάλιστα με σθένος -όπως ο άγιος Μάρκος- στην εφαρμογή της νέας ενώσεως με τους Λατίνους, που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 1452.



11 Μοναχισμός και αίρεσις, Αθηναι 1977, σελ. 98.
12 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ερμηνεία εις τον ιε  τής ΑΒ  συνόδου, α.α.137, 1069αα.
13 Ι. Αναστασιου, Ο θρυλούμενος διωγμόςό, εν Αθωνικη Πολιτεία, Θεσσαλονίκη 1963, σελ. 229.
14 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστικη Ιστορια, Αθηναι 1970, § κγ , σελ. 386.
15 Καλλίστου Βλαστού, Περί του Σχίσματος της Δυτικής Εκκλησιαςο, εν Αθηναις 1896, σελ. 108.
16 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνουό,  Αγιον  Ορος 1993, σελ. 32.
17 Καλλίστου Βλαστού, ένθ ανωτ. σελ. 107.
18 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ένθ ανωτ.
19 Τα ευρεθέντα, Λογος συμβουλευτικόςό, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος α , σελ. 400.
20  Ενθ ανωτ. σελ. 403.
21  Ενθ ανωτ. σελ. 409-410.
22 Ν. Ιωαννιδη, Ο Ιωσηφ Βρυέννιος, Αθηνα 1985, σελ. 80.
23 Τα ευρεθέντα, Μελέτη περί της των Κυπρίωνό, τόμος β , σελ. 23, 24.
24 Τα ευρεθέντα, τόμος α , σελ. ιε .
25 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, άήι αήήήήίήι, άήήή 1971, τμήμα β , κεφ. ιη , σελ. 120.
26 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορια του Σχίσματοςό, εν Λειψία 1867, σελ. 104-105.
27 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα γ , κεφ. ε -στ , σελ. 166.
28 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, Αθηναι 1962-1968, τόμος 4, σελ. 277.
29 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθοδοξος Ελλας, εν Λειψία 1872, σελ. 92-93.
30 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξια και Παπισμός, Αθηναι 1969, τόμος β , σελ. 19.
31 Ν. Βασιλειάδη, Ο  Αγιος Μάρκος ο Ευγενικόςό, Αθηναι 1983, σελ. 61.
32 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ.  τμήμα γ , κεφ. κβ , κστ , σελ. 182-186.
33 Αγιου Μαρκου Εφεσου,  Εκθεσιςὅ, α.ά17, 448.
34 αήήιή 31α, 689α.
35 Απολογιαο, α.α.160, 537α.
36 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ.  τμήμα η , κεφ. λστ , σελ. 422-423.
37 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 150, 2.
38 Γενναδίου του Σχολαρίου,  Απαντα τα ευρισκόμενα, άήίήι 1930, τόμος γ , σελ. 165.
39  Ενθ ανωτ. σελ. 169.
 


Απόσπασμα από τό βιβλίο τού π. Βασιλείου Παπαδάκη : 
'' Αντιπατερική η στάση τού ζηλωτικού παλαιοημερολογιτισμού '' .


γ.  Ο άγιος Φώτιος ανήχετο τα παράνομα έθιμα της Ρώμης, εφόσον ασφαλώς δεν τα επέβαλλαν και στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Εγνώριζε ότι «ουκ έστι πίστις το αθετούμενον»[54] και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος σχίσματος. Τέτοια ήταν η νηστεία των Σαββάτων, η κατάλυση αρτυσίμων κατά την α  εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής, η απαγόρευση του γάμου των ιερέων, η τέλεση του Χρίσματος μόνο από τους επισκόπους,[55] η κατάργηση της απαγορεύσεως του πνικτού και του αίματος.  Έτσι, κατά την Η΄ Οικουμενική σύνοδο (879), η αποκατάσταση των σχέσεων του αγίου Φωτίου με την Ρώμη έγινε δια της αναγνώσεως του Συμβόλου της πίστεως άνευ της προσθήκης,[56] και χωρίς ασφαλώς η Ρώμη να αποβάλη τα ανωτέρω έθιμά της.
δ. Οι άγιοι Πατέρες ανείχοντο την δυτική Εκκλησία του ι΄ αιώνος, η οποία διήρχετο την εποχή της «πορνοκρατίας».[57]
 ε. Την εποχή της Λατινοκρατίας ο ιερός Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ο νέος και η σύνοδός του επέτρεψαν κατ οικονομία στους Κυπρίους επισκόπους να αποδεχθούν τις, δι' αισχροκέρδεια, απαιτήσεις των Λατίνων. Συγκεκριμένως «να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητο) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν».[58]
στ. Μετά το σχίσμα του 1054 υπήρχε πάντοτε ο πόθος για την ένωση. Κατά καιρούς αντελλάγησαν πολλές επιστολές και έγιναν διάλογοι (1098, 1113, 1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272, 1333, 1339, 1366, 1438). Το 1253 μάλιστα έγιναν και υποχωρήσεις,[59] ενώ το 1136, 1234, προετάθησαν συμβιβαστικές λύσεις από τούς Ορθοδόξους, όπως η ρήτρα «το Πνεύμα εκπορεύεται εκ Πατρός δι' Υιού».[60] Σχίσματα όμως ένεκεν των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός μόνο κατά τις ψευδενώσεις του 1274 και 1439.  Άλλωστε τόσο οι σημερινοί αγιορείτες πατέρες όσο και οι ευσεβείς Χριστιανοί διακηρύττουν ότι ποτέ δεν θα αποδεχθούν ένωση με τους Λατίνους, Μονοφυσίτες η άλλους αιρετικούς, εάν δεν αποκηρύξουν τα αιρετικά τους δόγματα.
Δυστυχώς στα κείμενα των Ζηλωτών παρατηρείται τεράστια σύγχυση. Ταυτίζονται οι Λατινόφρονες, που απεδέχθησαν την ένωση του 1274, με αυτούς που σήμερα κάνουν συμπροσευχές, διαλόγους, υπέρ το δέον φιλενωτικές προσπάθειες η άλλες παρόμοιες ενέργειες. Με όμοιο τρόπο προσαρμόζονται τα λόγια του αγίου Μάρκου του Ευγενικού εναντίον εκείνων που απεδέχθησαν την ψευδένωση της Φλωρεντίας, σ' αυτούς που σήμερα πράττουν τις ανωτέρω παραφωνίες.  Ωσάν να είναι αυτές το ίδιο πράγμα με την ένωση με τους αιρετικούς!  Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά η Ορθοδοξία θα είχε χαθή εδώ και αιώνες.
ζ.  Ο άγιος Μάρκος διαλεγόμενος επί τη προοπτική της αληθούς ενώσεως με τους Λατίνους τους ωνόμασε όχι αδελφούς αλλά «πατέρες».[61]  Ο διδάσκαλός του και μέγας πολέμιος των Λατίνων, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, είχε διαλεχθή παλαιότερα με Λατίνους για την ένωση Ορθοδόξων και Λατίνων.  Έγραψε μάλιστα συμβουλευτικό λόγο για την μελετώμενη ένωση. Σ' αυτόν κατέκρινε με σφοδρότητα τους "Οικουμενιστές" της εποχής του, όσους δηλαδή ήθελαν -κατά την "Θεωρία των κλάδων"- να ενωθούν με τον πάπα, και ενώ το Φιλιόκβε παρέμενε αδιόρθωτο! Συνιστούσε δε, χωρίς να χωρίζεται από τους υπευθύνους, ότι η ένωση πρέπει να γίνη με σωστό τρόπο. Να μη υποταχθή δηλαδή η Εκκλησία μας, για να μη «εκπέσωμεν της προθέσεως» [62] (αληθούς εν Χριστώ ενώσεως).

54 Αγίου Φωτίου, Επιστολή β , βιβλίο α , α.α.102, 605α.
55 Αγίου Φωτίου, Επιστολή ιγ , βιβλίο α , α.α.102, 724-725.
56 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. §112,1.
57  Ενθ ανωτ. §136,1.
58 Σαθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τομ. β , σ. πε .
59 Β. Στεφανίδου, ένθ ανωτ. §κγ , σ. 384, Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1994, τομ. β , σ. 588.
60 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. §146,4.
61  Ενθ ανωτ. §149,2.
62 Τα ευρεθέντα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 400.