Μιαρά Μονή « Εσφιγμένου » . Ιστορικό - σχέση μέ τούς « ΓΟΧ » .




ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ (1972 έως 2002)
1. Το 1972 παρουσιάστηκε το σύμπτωμα, ο αντιπρόσωπος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου (εφεξής: Μονή) στην Ιερά Κοινότητα (εφεξής: Ι.Κ.) να παραμένει εκτός της αιθούσης των συνεδριών κατά την καθιερωμένη εναρκτήρια προσευχή και να εισέρχεται κατόπιν, επίσης δε να μη λαμβάνει μέρος σε τελετές και επίσημες εκδηλώσεις· επεκαλείτο, ότι δεν επιθυμούσε να συμπροσευχηθεί με τούς υπολοίπους αντιπροσώπους, ως κοινωνούντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, του οποίου το όνομα η Ι.Μ.Εσφιγμένου δεν μνημόνευε. Η στάση αυτή ήταν νέα σε σύγκριση με εκείνην της μέχρι τότε περιόδου, κατά την οποία η Μονή, όπως και άλλες προηγουμένως, παρέλειπε την μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη αλλά κοινωνούσε κανονικά με τις υπόλοιπες και συμμετείχε εξ ίσου κανονικά στην διοίκηση του τόπου. Η αντίδραση του Σωματος υπήρξε κατ' αρχήν επιφυλακτική (Συνεδρία ΚΓ’/15.4.1972).
2. Στην συνέχεια, όταν ο ίδιος αντιπρόσωπος απεχώρησε από την χορεία των αντιπροσώπων κατά την τελετή της επισήμου υποδοχής Ιεράρχου της Ελλαδικής Εκκλησίας, η Ι.Κ. διαπίστωσε «εν αναφορά προς τας εκδηλώσεις και την εν γένει συμπεριφοράν του Αντ. της Ι.Μονής Εσφιγμένου, ότι τανωτέρω είναι αποτελέσματα της εν τη Ι.Μονή ταύτη κρατούσης εσχάτως Διοικητικής και πνευματικής ακαταστασίας, αυτοκηρυχθείσης ως ‘ζηλωτικής’ και αυτοδεχθείσης ως εκκλησιαστικήν κεφαλήν τον αυτοκαλούμενον Αρχιεπίσκοπον Αυξέντιον, κατά παράβασιν των Ιερών Κανόνων και του ΚΧΑΟ» και στην συνέχεια «εν τη ευθύνη αυτής ως εποπτευούσης ανωτάτης αρχής του Ιερού ημών Τόπου, επί της πιστής τηρήσεως του Κατ. Χάρτου και των θεσμίων του Αγίου Όρους, υπό των Ιερών Μονών και των εν τω ʼθω διαβιούντων μοναχών, προς επαναφοράν της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου εις την Κανονικήν και την κατά τον Κατ. Χάρτην πορείαν αυτής, ως μιας των είκοσι Πατριαρχικών Μονών του Αγίου Όρους, (σ.σ. αποφάσισε) ομοφώνως την αποπομπήν του αντιπροσώπου της ως είρηται Ι. Μονής εκ της Ι. Κοινότητος, ως πρώτον μέτρον» (Συνεδρία ΛΔ'/6.6.1972). Συγχρόνως ενημέρωσε την Μονή με γράμμα (499/Κ/11.6.1972), στο οποίο αφού εξέθετε τις διαπιστώσεις της σχετικά με την ζηλωτική πορεία της δήλωνε: «κατόπιν τούτου, του τόσον αντικειμένου προς τον Κατ. Χάρτην του Αγίου Όρους και εν συνδυασμώ προς την αλόγιστον και προκλητικήν στάσιν του άχρι τούδε αντιπροσώπου Αυτής, η καθ’ ημάς Ι. Κοινότης απεφάσισεν ....όπως αποπέμψη τον ανωτέρω εκ των Συνεδριών, ως πρώτον μέτρον δι’ ου ελπίζει, ότι η Υμετέρα Πανοσιολογιότης θα αντιληφθή το ημαρτημένον της πορείας ην ακολουθεί, με την ρητήν διαβεβαίωσιν ότι ουδέποτε θα γίνη ανεκτή υπό του Ιερού ημών Τόπου παρέκκλισις από το γράμμα και το πνεύμα του Κατ. Χάρτου Αγ. Όρους». Στις 21.6.1972, η Μονή απάντησε εγγράφως (41/21.6.1972) περιορίζοντας το ζήτημα και αναφερόμενη κατά βάση στην (όπως τόνιζε) «νόμιμο μη μνημόνευση του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου», χωρίς να αναφερθεί στην διακοπή εκ μέρους της της κοινωνίας με τις άλλες μονές και χαρακτηρίζοντας την στάση της Ι.Κ. έναντί της ως «διωγμόν υπέρ της πίστεως».
    Έκτοτε οι εντός της Μονής υποστηρίζουν σταθερά με κάθε ευκαιρία, ότι όχι οι ίδιοι αλλά η Ι.Κ. απέκοψε την Μονή από το σώμα των μονών του Αγ. Όρους.
     Δυο μήνες αργότερα η Ι. Κ. συγκάλεσε ΕΔΙΣ με εγκύκλιό της που την απηύθυνε και στην Ι. Μ. Εσφιγμένου. Η Μονή έστειλε αντιπροσωπία στην συγκληθείσα ΕΔΙΣ. 
3. Στις 23.9.1972 έλαβε χώρα επίσκεψη στην Μονή Πατριαρχικού Εξάρχου και ιεροκοινοτικής επιτροπής, που αντιμετωπίστηκε με «επιθετικότητα και πλήρη απροθυμίαν συνεργασίας» από σύσσωμη την αδελφότητα και άγνωστα άτομα. Όλοι τους υπέγραψαν και σχετικό πρακτικό (το κείμενο στα πρακτικά της Συνεδρίας ΞΔ’ ΕΔΙΣ 29.9.1973), στο οποίο πλην των άλλων δήλωσαν, ότι μνημονεύουν «πάντα ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας πνευματικήν δε επικοινωνίαν έχομεν μετά της Εκκλησίας του Αυξεντίου άνευ εκκλησιαστικής εξαρτήσεως απ’αυτού», ότι ο Πατριάρχης είναι αιρετικός και ότι όσοι επικοινωνούν και έχουν σχέσεις με «τας μη Ορθοδόξους Εκκλησίας είναι σχισματικοί βάσει των Ιερών Κανόνων».
        Σημειωτέον, ότι στο πρακτικό καταγράφηκε η διαφοροποίηση δύο παλαιών γερόντων (που δεν συνυπέγραψαν) και η αντιμετώπισή τους εκ μέρους των υπολοίπων με απειλές κ.λπ.
         Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι, ότι διαπιστώθηκε τότε, πως είχαν εγκατασταθεί στην Μονή εξωμοναστηριακοί μοναχοί, αφού το 1/3 των 37 υπογραφόντων δεν ήταν γνωστοί στην Ι.Κ.
          Μετά την ενημέρωσή της για τα αποτελέσματα της επισκέψεως (Έκτακτος Συνεδρία ΞΔ’/24.9.1972) στις 27.9.1972 η Ι.Κ. έστειλε εκ νέου γράμμα της (629/Κ/27.9.1972) στην Μονή, κατά το οποίο «..η καθ’ ημάς Ι.Κοινότης επληροφορήθη ....ότι η Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή και αγαπητή αδελφή Μονή του Εσφιγμένου μετεπήδησεν εις τους καλουμένους ‘ζηλωτάς’ και συγκεκριμένως εις την παράταξιν της λεγομένης Εκκλησίας του Αυξεντίου....... Επιθυμούμεν ευθέως, όπως διασκεδάσωμεν πάσαν αμφιβολίαν και ψευδαίσθησιν της υμετέρας Πανοσιολογιότητος, ότι ουδέποτε τόσον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον όσον και η καθ’ ημάς Ι.Κ. των 19 Ιερών Μονων θα εγακαταλείψωσι εις χείρας σχισματικών μίαν ελληνικήν ορθόδοξον Μονήν..... Όσοι δε επιθυμούσι να είναι ‘ζηλωταί’ ουδείς ο εμποδίζων. Μόνον η Ιερά Πατριαρχική και Ιεροκοινοτική Μονή του Εσφιγμένου δεν θα στεγάση τούτους ουδέποτε». Με το ίδιο γράμμα η Ι.Κ. έτασσε προθεσμία είκοσι ημερών «προκειμένου η Μονή να ανακαλέση την στάσιν αυτής», αλλά δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
     Έκτοτε και μέχρι σήμερα (2002) η Ι.Μ.Εσφιγμένου δεν έχει μετάσχει σε καμία συνεδρία της Ι.Κ.
4.   Στην προαναφερθείσα συνεδρία, μετά την ενημέρωση περί της επισκέψεως στην Μονή, αποφασίστηκε από την Ι.Κ., «όπως η Ιερά Επιστασία μη επικυροί και μη ενεργήται νέα τυχόν εγγραφή εν τοις μοναχολογίοις άχρις ου επιλυθή το όλον ζήτημα της Ιεράς Μονής ταύτης».
5. Με την έλευση επομένης Εξαρχίας, τον Σεπτέμβριο 1973, συγκροτήθηκε μικτή επιτροπή επί του θέματος. Η επιτροπή κάλεσε τους ιθύνοντες της Μονής (Ηγούμενο, Επιτρόπους) και τον Γραμματέα της να παράσχουν εξηγήσεις και διασαφήσεις περί του όλου προβλήματος. Η απάντηση της Μονής ήταν αρνητική στην πρόσκληση των συγκεκριμένων προσώπων, αφού, όπως τονιζόταν, όλοι, και όχι μόνον οι προσκληθέντες, ήσαν συνυπεύθυνοι για την στάση της· μετά από μία ανάπτυξη της γραμμής της Μονής επί του θέματος πίστεως, το κείμενο υπογραφόταν από τον ηγούμενο και 37 μοναχούς, μεταξύ των οποίων και άγνωστα άτομα. Στην συνέχεια εστάλη νέα πρόσκληση από την ίδια την Πατριαρχική Εξαρχία και την ΕΔΙΣ προς την Μονή, με την οποία εζητείτο να προσέλθει «με ενισχυμένην την φοράν αυτήν επιτροπήν προσώπων της ιδικής αυτών προτιμήσεως και επιλογής και παράσχη εξηγήσεις περί της θέσεως και καταστάσεως των εν τη Ιερά Μονή ενασκουμένων». Η απάντηση, τηλεγραφική, με υπογραφή «Ηγούμενος Εσφιγμένου άπασα αδελφότης» ήταν και πάλι αρνητική με δραματικό χαρακτήρα: «ιδού ημείς ενώπιον Θεού ομοθυμαδόν και τον θάνατον προτιμώντες αθετήσεως πίστεως, παραδόσεως, Πατέρων ημών». Τότε η επιτροπή κατέληξε ως εξής: «κατόπιν τούτου, εξαντληθέντος παντός ορίου, αγάπης και μακροθυμίας και πιεζομένη υπό του δικαίου των ιερών κανόνων και του πνεύματος της δικαιοσύνης, η επιτροπή ομοφώνως και εν βαθυτάτη θλίψει απεφάσισε και εισηγείται εν και μόνον μέτρον: την σταθεράν, αμετάκλητον και υποχρεωτικήν λήψιν όλων των υπό των θείων και ιερών κανόνων, του καταστατικού χάρτου και της εν γένει νομιμότητος προβλεπομένων και επιτασσομένων μέτρων επί της ουτωσί εξελιχθείσης και παγιωθείσης καταστάσεως ανυπακοής, ανευλαβείας έναντι της πολλαχώς εκδηλωθείσης στοργής, αγάπης, υπομονής και ανοχής, ουχί μόνον της Μητρός Εκκλησίας αλλά και της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανταρσίας, αναρχίας και αντικανονικότητος». Η απόφαση αυτή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «εγένετο ομοθυμαδόν δεκτή υπό της ολομελείας της Εκτάκτου διπλής Ιεράς των πατέρων Συνάξεως» (όλα τα παραπάνω στα πρακτικά της ΞΔ’/29.9.1973 Συνεδρίας ΕΔΙΣ) .
6. Ακολούθως αποφασίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (oι αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στην Ι.Κ. δια του υπ ἀριθ. 52/11.3.1974 Πατριαρχικού γράμματος, το οποίο συζητήθηκε κατά την υπό στοιχεία ΙΑ´/8.3.1974 Τακτική Συνεδρία της Ι.Κ., κοινοποιήθηκε δε στις μονές δια της υπ ἀριθ. 50Κ/10.3.1974 ιεροκοινοτικής εγκυκλίου). η «άμεσος απομάκρυνσις εκ των ορίων της Ι. Μονής και των ορίων καθόλου του Αγου Ορους του ηγουμένου αυτής Αθανασου (κατά κόσμον Χρήστου Καραπαναγιώτου), των επιτρόπων αυτής Χαρίτωνος (κατά κόσμον Χρήστου Δημητριάδου) και Κυριακού (κατά κόσμον Κωνσταντίνου Ευθυμιοπούλου) και του γραμματέως αυτής Εφραμ (κατά κόσμον Ευαγγέλου Σαρλάνη), ως, κατά γενικήν των εν Αγίῳ Ορει γνώμην και διακρίβωσιν των κατά καιρούς Πατριαρχικών Εξαρχιν, τα μέγιστα συμβαλομένων εις την νυν κατάστασιν ανυπακοής, ανταρσίας και αντικανονικότητος εν Αγίῳ Ορει, αρνηθέντων δε, παρά την κατ πανληψιν προς αυτούς κλήσιν, ίνα εμφανισθώσιν ενώπιον της προς εξέτασιν του όλου θέματος της Ιερς αυτών Μονής ορισθείσης ειδικής υπό την προεδρίαν της Πατριαρχικής Εξαρχας επιτροπής, επί περιφρονήσει της στοργικής διαθέσεως της Εκκλησας».
     Τα παραπάνω (αποφάσεις του Οικ. Πατριαρχείου) έγιναν ομόφωνα αποδεκτά και αποτέλεσαν και απόφαση της Ι.Κ. (βλ. εγκύκλιο 50/Κ/10.3.1974). Η Ι.Κ. ζήτησε από την ΔΑΟ την εκτέλεση των απελάσεων των τεσσάρων τιμωρηθέντων. Η ΔΑΟ εξέδωσε μεν την ειθισμένη εντολή προς τα υπ’ αυτήν όργανα, αλλά εντέλει η εκτέλεση δεν υλοποιήθηκε. 
     Ακολούθησαν «Συνοδικαί Πράξεις καθαιρέσεως του Ηγουμνου της Μονής και αποσχηματισμού των προμνησθέντων τριών μοναχών αυτής Χαρίτωνος, Κυριακού και Εφραμ λόγω της ανταρτικής και στασιαστικής κατά της Εκκλησας διαγωγής και πολιτείας των» (οι πράξεις αυτές κοινοποιήθηκαν με νέο γράμμα υπ ἀριθ. 493/ 1.8.1974 -Συνεδρία Ι. Κ. ΛΖ´/3.8.1974- που κοινοποιήθηκε περαιτέρω στις μονές δια της υπ ἀριθ. 318Κ/10.8.1974 ιεροκοινοτικής εγκυκλίου).
     Οι ποινές αυτές έγιναν δεκτές εκ μέρους της Ι.Κ..Και για μεν την καθαίρεση δεν διατυπώθηκε επιφύλαξη, ο αποσχηματισμός όμως προκάλεσε σοβαρή αναστάτωση στους αγιορείτες· έτσι η Ι.Κ., χωρίς πάντως να αμφισβητήσει το διοικητικής φύσεως περιεχόμενο του αποσχηματισμού, δηλ. την διαγραφή από το μοναχολόγιο, ζήτησε από το Οικ. Πατριαρχείο την μη επανάληψη του μέτρου (αναλυτικά η θέση της Ι.Κ. στο υπ’αρ. 442/Κ/19.9.1974 γράμμα της προς το Οικ. Πατριαρχείο). Με γνωμοδότησή του για το θέμα ο Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Κων/νος Μουρατίδης αποφάνθηκε τότε, ότι είναι αδύνατη η επιβολή της ποινής του αποσχηματισμού ως αντικανονική και αντισυνταγματική.
       Οι εντός της Μονής δεν αναγνώρισαν καμία ποινή, όπως δε καταγράφηκε στα πρακτικά Συνεδριών της Ι.Κ. (Συνεδρίας ΛΘ’/ 13.8.1974) εκπρόσωπός τους δήλωσε σχετικά: «εμείς είμαστε Κύπρος και θέλομε την ανεξαρτησίαν μας· όπως ευρισκόμεθα καμμία ποινή δεν μας πιάνει, ανήκομεν αλλού και θα αγωνισθώμεν μέχρις αίματος δια να κατακτήσωμεν την ανεξαρτησίαν μας». 
7. Στις 28.8.1975 απεβίωσε ο (εκλεγείς την 24.9.1956 και εγκαθι-δρυθείς από την Ι.Κ. την 8.10.1956) καθαιρεθείς ηγούμενος της Μονής Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος. Η Μονή απέστειλε στην Ι. Κ. γραμ-μα της της 2.9.75, με το οποίο γνώριζε την εκλογή ως τοποτηρητού του Γ. Ιακώβου, και αμέσως μετά άλλο της 9.9.75 με το οποίο γνώριζε την εκλογή ως Καθηγουμένου του εξαρτηματικού της Ι. Μ. Σιμωνος Πετρας Ιερομ. Ευθυμίου (που είχε χειροτονηθεί κανονικά στο ʼγιον Όρος στις 8.7.1965) και ζητούσε την διαβίβαση των αγγελτηρίων αυτών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σύμφωνα με το σχετικό απόσπασμα πρακτικού της Μονής, η εκλογή έγινε την 8.9.1975, δικαιούντο ψήφου 14 μοναχοί και ψήφισαν 13 απόντος του μοναχού Ανθίμου, που φέρεται (κατά το πρακτικό) να κλήθηκε και να δήλωσε (προφανώς προφορικά), ότι «λόγω ασθενείας δεν θα κατέλθη εις την Μονήν και ότι αποδέχεται την απόφασιν της πλειοψηφίας της αδελφότητος». Κατά το πρακτικό οι 13 ψηφίσαντες εξέλεξαν παμψηφεί τον προαναφερθέντα Ιερομόναχο. Στην εκλογή συμμετέσχαν και μάλιστα ως μέλη της Γεροντίας οι -αποσχηματισθέντες από το Οικ. Πατριαρχείο και θεωρηθέντες από πλευράς Ι.Κ. ως εν πάση περιπτώσει διαγραφέντες από το μοναχολόγιο- Κυριακός και Χαρίτων.
       Η Ι.Κ., μετά από εξέταση του θέματος, δήλωσε με γράμμα της (563/Κ/7.10.1975) ότι: «λαβούσα υπ’ όψει το περίπλοκον της περιπτώσεως αυτής τόσον της συμμετοχής εις την εκλογήν νέου Καθηγουμένου δύο στερουμένων του δικαιώματος ψήφου όσον και εκ της καταγγελίας του Διοικητού Αγίου Όρους, κατόπιν της γνωστής εγγράφου δηλώσεως του μοναχού Ανθίμου κατέληξεν εις το εξής συμπέρασμα όπερ ανακοινοί και υμίν. - Έστω και αν γίνη δεκτόν ότι αίρονται αμφότερα τα ανωτέρω εμπόδια, και πάλιν, της Μονής επιμενούσης εις την άκαμπτον αυτής στάσιν αμύνης έναντι φανταστικών κινδύνων και μη συμμορφουμένης με το διαγραφόμενον υπό του Καταστατικού Χάρτου καθεστώς του Αγίου Όρους είναι αδύνατος η αναγνώρισις του κύρους οιουδήποτε εκλεγομένου ως Καθηγουμένου. – Διο και αύθις επικαλούμενοι την σύνεσιν υμών, παρακαλούμεν όπως, μακράν πάσης οξύτητος και ακραίων σκέψεων, σταθμίσητε την ευθύνην υμών τόσον έναντι του Ιερού Μοναστηρίου σας όσον και του βλαπτομένου μεγάλως Αγίου Όρους θελήσητε εν αγάπη και ειρήνη και αληθεία και επανέλθητε εις την Κοινότητα όλων των Ιερών Μονών του Αγίου ημών Τόπου προς δόξαν Θεού».
      Ο «νέος ηγούμενος» ουδέποτε αναγνωρίσθηκε ούτε εγκαθιδρύθηκε, τα δε αγγελτήρια γράμματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν διαβιβάσθηκαν και τέθηκαν στο Αρχεῖο.
      Στις 7.11.1975 η Ι.Κ. αποφάσισε (Συνεδρία ΝΔ’/7.11.1975) «όπως μη επικυρούται υπό της Ι.Επιστασίας οιονδήποτε έγγραφον της ως άνω Ι.Μονής, φέρον την υπογραφήν του ως ηγουμένου εκλεγέντος ιερομονάχου Ευθυμίου».   
      Η Μονή μέχρι τις αρχές του 1976 αλληλογραφούσε με την υπογραφή του τοποτηρητού.
8. Στις 2.4.1976 η Ι.Κ. (Συνεδρία ΙΒ’/2.4.1976), προφανώς ακολουθώντας την προηγούμενη σχετική απόφασή της του Σεπτεμβρίου 1972, αποφάσισε την διαγραφή από το μοναχολόγιο της Μονής των μοναχών της «των καρέντων η κοινοβιασάντων αλλαχόθεν εν αυτή μετά τον Σεπτέμβριον του 1973, ως εγγραφέντων εν αυτώ κατά παραδρομήν του γραφείου». 
9. Στις 25.6.1976 υποβλήθηκε στην Ι.Κ. καταγγελία δύο Εσφιγμενιτών, σύμφωνα με την οποία εντός της Μονής «...ο ζήλος εκδηλώνεται με ενέργειες υπερβολικές και αι οποίαι δεν συμφωνούν με την μοναχικήν επαγγελίαν. Λαμβάνονται αποφάσεις, γίνονται συνάξεις της Γεροντίας η της Αδελφότητος, αι οποίαι δεν γνωρίζομεν ποίον κύρος έχουν και πόσον είναι σύμφωνες με τον Καταστατικόν Χάρτην και τον Εσωτερικόν Κανονισμόν, όπως π.χ. εκλογή Προϊσταμένων, ενέργειες να σηκώσουν σημαίας, να αντιδράσουν εις τον ένα η εις τον άλλον κλπ.... Νεώτεροι μοναχοί μας απειλούν με ύβρεις και ξυλοδαρμούς. Η απάντησις εις συμβουλάς μας η παρατηρήσεις μας ως επιτρόπων και προϊσταμένων είναι η απειλή με γροθιές και κλωτσιές.... Οι νυν κυβερνώντες είναι οι έκπτωτοι. Εμείς ανησυχούμεν δια την διατήρησιν ακόμη και των κειμηλίων...». Η καταγγελία αυτή κοινοποιήθηκε στις μονές, ακολούθησε εκτενής απάντηση εκ μέρους των εντός της Μονής, κατά την οποία οι δύο καταγγείλαντες είχαν κινηθεί εκ προσωπικών ελατηρίων, και δια της οποίας αποκρούσθηκαν όλα τα περί απειλών κ.λπ. Οι δύο μοναχοί όταν επεχείρησαν να επανέλθουν στην Μονή τους, στις 12.7.1976, τους απαγορεύτηκε η είσοδος. Τελικά οι ίδιοι επανεντάχθηκαν και (ο ένας στις 26.10.1976 και ο άλλος στις 15.9.1979) προέβησαν σε δηλώσεις ανακλητικές της καταγγελίας τους. 
10. Μετά από υποβολή σχετικού ερωτήματος εκ μέρους της Διοικήσεως του Αγίου Όρους (εφεξής ΔΑΟ) σχετικά με την εκπροσώπηση της Μονής, η Ι.Κ. στις 8.7.1976 απάντησε εγγράφως (326/Κ/8.7.1976) «ότι η Ι. αύτη Μονή, αποκοπείσα εκ της Ι. Κ., έπαυσε να αντλή το προβλεπόμενον νομικόν κύρος εκ της Ι.Κ. βάσει του ΚΧΑΟ· τούτο δε εκορυφώθη δια της γνωστής Πατριαρχικής αποφάσεως, γυμνωσάσης παντός δικαιώματος τρία εκ των μελών της Γεροντίας, άτινα εξακολουθούν παρά ταύτα να συμμετέχουν εν τη διοικήσει. .... (Η διαδοχή του θανόντος ηγουμένου από τον ιερομ. Ευθύμιο) περιέπλεξεν επί πλέον την ήδη υπάρχουσαν παράνομον σύνθεσιν της Γεροντίας, δεδομένου ότι ο εν λόγω ηγουμενεύων δεν έτυχεν οιασδήποτε αναγνωρίσεως και εγκρίσεως υπό της τε Ιερς Κοινότητος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και επομένως αι πάσης φύσεως διοικητικαί αυτών πράξεις στερούνται πάσης νομικής καλύψεως».
11.   Στις 5.9.1979 μετά από άφιξη νέας Πατριαρχικής Εξαρχίας, συγκλήθηκε ΕΔΙΣ που προσκάλεσε τους φερομένους ως υπευθύνους της Μονής, και συγκεκριμένα τον φερόμενο ως ηγουμενεύοντα Ιερομ. Ευθύμιο (κ.κ. Ευάγγελος Αλκιβιάδης), τους μοναχούς Ευθύμιο (κ.κ. Κων/νος Γκριτζοβαλίτης) και Διονύσιο (κ.κ. Κων/νος Ρουμπεγλής) και τους προηγουμένως αποσχηματισθέντες–διαγραφέντες από το μοναχολόγιο Χαρίτωνα, Κυριακό και Εφραίμ. Σε απάντηση ο «ηγούμενος και όλη η αδελφότητα» διατύπωσαν την άρνησή τους και την εμμονή τους στις θέσεις τους (πρακτικό Συνεδρίας ΜΒ’/6.10.1979 της Ι.Κ.). Ως επακόλουθο η Ι.Κ αποφάσισε (ίδια Συνεδρία) και ζήτησε από την Διοίκηση την απέλαση «των στασιαστών τούτων της Μονής Εσφιγμνου» βάσει των άρθρων 5 και 184 του Κ.Χ.Α.Ο «διότι ένας έκαστος εξ αυτών μη δεχόμενος υπαγωγήν αυτού εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν της Μεγάλης του Χριστού Ορθοδξου Ανατολικς Εκκλησας, αρνείται το μνημόσυνον του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου, αποσχίσας ούτως εαυτόν της καθόλου Ορθοδξου Εκκλησας. Απκοψε της εκκλησιαστικής και μυστηριακής κοινωνίας την Ι. Μονήν Εσφιγμένου από του σώματος των λοιπών ιερών Μονών, ως και εκ της Ι. Κοινότητος του Αγου Ορους. Εξασκε προσηλυτισμόν υπέρ των «ζηλωτικών» αυτού φρονημάτων, διαδίδων ούτω τας πεπλανημένας και σχισματικάς εκκλησιαστικάς αυτού ιδέας εν Αγίῳ Ορει. Τελος δια της ληφθείσης αποφάσεως άπαντα τα μέλη της Ι. Κοινότητος εύχονται και ελπίζουν, ότι οι αδελφοί της Ι. Μ. Εσφιγμνου θα επανεξετάσουν το ταχύτερον το θέμα των εν πνεύματι πνευματικής ευθύνης και θα επανέλθουν εις τας αγκάλας της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησας προς χαράν και αγαλλίασιν όλων των αγιορειτών και προς δόξαν Θεού».
       Εν τέλει και στην περίπτωση αυτή η εκτέλεση των απελάσεων δεν υλοποιήθηκε, μολονότι η ΔΑΟ προέβη στην έκδοση της ειθισμένης εντολής προς τα υπ’ αυτήν όργανα. 
12. Τον Μαϊο του 1980 η Ι.Κ. έστειλε στην Μονή «άνευ μνείας ονόματος Ηγουμνου» το τυπικό ιεροκοινοτικό γράμμα (339/Κ/ 18.5.1980) περί διορισμού και αποστολής Επιστάτου, εν όψει της αρχομένης νέας Λαυριωτικής Επιστασίας. Το 1975 και από του 1985 μέχρι σήμερα δεν εστάλη άλλο ανάλογο γράμμα.
    Στο γράμμα αυτό οι εντός της Μονής απάντησαν (γράμμα υπ’ αρ. πρωτ. 80/5.6.1980) θεωρώντας τόσο την μη αναγνώριση του «ηγουμένου», όσο και τις ποινές, τις μη εγγραφές στο μοναχολόγιο κ.λπ. ως εκκρεμότητες και ζήτησαν την τακτοποίησή τους, ενώ έθεσαν όρο επανόδου τους την αποφυγή της συμπροσευχής. 
13. Στις 27.2.1999 απεβίωσε ο «Καθηγούμενος» Ευθύμιος και την επομένη ορίσθηκε ως Τοποτηρητής ο Μεθόδιος που την 5.3.1999 «εξελέγη Ηγούμενος», με ψήφους 37 από τους 40 (3 λευκά). Αυτά γνωστοποιήθηκαν στην Ι.Κ. με σχετικά γράμματα και ζητήθηκε η διαβίβαση των αγγελτηρίων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς να ζητηθεί εγκαθίδρυση του Ηγουμένου από την Ι. Κ., αν και τούτο γραφόταν στο σχετικό Απόσπασμα Πρακτικού (υπ’αρ. 19/9.3.1999). Κατά την Συνεδρία ΙΑ´/16.3.1999 της Ι.Κ. τα γράμματα παρουσιάσθηκαν από την Ι. Επιστασία, αλλά δεν έγιναν δεκτά, «καθόσον δεν υφίσταται ανεγνωρισμένη διοίκησις εις την Ι. Μονήν ούτε είναι δυνατόν να γίνη διαβίβασις, λόγω της υφισταμένης συνολικής κανονικής και διοικητικής εκκρεμότητος εις την Ι. Μονήν».
14. Ο «εκλεγείς Ηγούμενος» Μεθόδιος «τυγχάνει μη ανεγνωρισμένης χειροτονίας του δήθεν ‘ Αρχιεπισκόπου’ Αυξεντίου». Επίσης οι εντός της Μονής λειτουργούν επί αντιμηνσίου «επισκόπου των Γ.Ο.Χ.» και συγκεκριμένα του, διαδόχου του Αυξεντίου, «Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου (Κιούση)», με του οποίου την «παράταξη» βρίσκονται σε γενικότερη πνευματική συγγένεια (έτσι η έκθεση της Ιεροκ. Επιτροπής, σελ. 3, 23, 34).
15.   Σε κατάσταση των «μοναχών», που έστειλε η Μονή το 2002 στο Τελωνείο Δάφνης, καταχωρίζονται 108 «μοναχοί» (80 στην Μονή και 28 ως εξαρτηματικοί, άγνωστο σε ποιά εξαρτήματα) και 11 «δόκιμοι», δηλαδή συνολικά 119 άτομα. Από αυτούς μόνον έξι είναι γνωστοί στην Ι.Κ. από το προ του 1973 διάστημα: Μεθόδιος («ηγούμενος»), Κυριακός (αποσχηματισθείς-διαγραφείς το 1974), Εφραίμ (αποσχηματισθείς-διαγραφείς το 1974), Ιγνάτιος, Γαλακτίων, Σάββας (εξαρτηματικός). 
16. Το θέρος του 2001, διαπιστώθηκε τυχαία, ότι οι εντός της Μονής επιχείρησαν εργασίες κατεδαφίσεως του αρχαίου αρσανά και άλλων κτιρίων της. Επελήφθησαν οι αρμόδιες υπηρεσίες αλλά εν τέλει η αποφασισθείσα αυτοψία της 10ης ΕΒΑ δεν επιτράπηκε από τους εντός της Μονής, οι οποίοι απαίτησαν έγγραφα από την Ι.Κ., το ΚΕΔΑΚ και την 10η ΕΒΑ απευθυνόμενα προς τον «ηγούμενο» ονομαστικά και όχι προς την Μονή γενικώς. Σημειωτέον, ότι η Ι.Κ. διαπίστωσε «την αδυναμία υπευθύνου παρακολουθήσεως των συμβαινόντων εν αυτή λόγω του αντικανονικού καθεστώτος διοικήσεως αυτής» (Συνεδρία ΚΖ’/19.6.2001) και με έγγραφό της (Φ.2/34/1215/ 15-28.7.2001) προς την ΔΑΟ δήλωσε τα εξής: «Παρά τας επανειλημμένας προσπαθείας ημών δια την επαναφοράν της Μονής εις την κανονικήν τάξιν, εξακολουθεί η αποκοπή αυτής από της Ι. Κοινότητος, με συνέπειαν η Ι. Κοινότης να μη γνωρίζη και αναγνωρίζη την παρουσιαζομένην ως διοίκησιν της Μονής. Οσον αφορά εις το συγκεκριμένον ζήτημα της φυλασσομένης εν τη Μονή πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομίας, η καθ μς Ιερ Κοινότης δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της φερομένης ως διοικήσεως της Μονής να επεμβαίνη εις τα κινητά και ακίνητα μνημεία αυτής, διο και εκφράζει ανησυχίαν δια την τύχην αυτών, ουδεμίαν περί αυτών ευθύνην φέρουσα και επικαλουμένη την επ ατν προστασίαν των κατά νόμον υπευθύνων δια την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν του Αγου Ορους».  Επίσης προς το ΥΠΠΟ και το ΚεΔΑΚ δήλωσε (Φ.2/34/1398 & 1401/10-23.8.2001), ότι «το ουσιαστικόν ζήτημα, το οποίον θα πρέπη να απασχολήση αυτούς και πάντα υπεύθυνον, έγκειται εις την μη ύπαρξιν νομίμου διοικήσεως της Μονής, επιπεφορτισμένης με την ευθύνην της διαφυλάξεως του κειμηλιακού πλούτου αυτής και λογοδοτούσης δι ατν, όπερ θέτει το ερώτημα εάν είναι δυνατόν να υπάρξη πλέον σύννομος προστασία τούτου».    
17. Ως προς την «σχέση» ανάμεσα στην έμπρακτη στάση τους, και τις δηλώσεις τους πρέπει να σημειωθεί, ότι οι εντός της Μονής, ενώ σταθερά από το 1972 (όσον αφορά το παρόν ιστορικό) δεν μνημονεύουν το όνομα του εκάστοτε Οικουμενικού Πατριάρχου, λειτουργούν επί αντιμηνσίου ξένου «Αρχιεπισκόπου», δεν κοινωνούν με τις άλλες μονές του Αγίου Όρους, δεν συμμετέχουν στα κοινά διοικητικά όργανα του Αγίου Όρους και ασκούν την διοίκηση της Μονής σε πλήρη αποκοπή από το υπόλοιπο ʼγιον Όρος, ταυτοχρόνως, υποστηρίζουν τα ακόλουθα: «εμμένομεν πάντοτε πιστοί εις τον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μη ανήκοντες και υπαγόμενοι εις ετέραν εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν. Η δε διαφορά και ακολουθουμένη γραμμή πίστεως της Ιεράς ημών Μονής συνίσταται εις την αντίθεσιν ημών, έναντι των φρονημάτων, δηλώσεων και ενεργειών του Προκαθημένου και της Συνόδου, δια τας οποίας και αρκεταί Ιεραί Μοναί του Αγίου Όρους εις το παρελθόν αντέδρασαν. Προσεπιδηλούμεν δε ότι σεβόμεθα, τηρούντες πιστώς τον Κ.Χ. Αγίου Όρους ως και τον Εσωτερικόν Κανονισμόν της καθ’ ημάς Ιεράς Μονής» (έγγραφο υπ’ αρ. πρωτ. 80/5.6.1980). Δεν είναι γνωστό αν οι ίδιοι αποδίδουν το αυτό νόημα στην νεώτερη δήλωσή τους: «είναι πολύ ανακριβές και εις το έπακρον σκανδαλιστικόν ότι ....ο ημέτερος Καθηγούμενος κατά την επίσκεψιν του Πολιτικού Διοικητού εδήλωσεν ‘ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο το σεβόμαστε όλοι και του αναγνωρίζουμε την πνευματική αρμοδιότητα επί του Αγίου Όρους’» (επιστολή της 9/22.2.1997 προς την εφημερίδα «Καθημερινή», δημοσ. στο φύλλο της 13.4.1997). Στην έκθεση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής (σελ. 33,34), όπου μεταφέρονται και οι προφορικες δηλώσεις τους, αναγράφονται σχετικά τα εξής: «Προφορικώς τε και γραπτώς καθ λην την διάρκειαν της τριακονταετίας του ζητήματος οι εκ της Μονής επαναλαμβάνουν ότι σέβονται τον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ι. Κοινότητος. Ούτω λεγουν ότι αναγνωρίζουν την Ι. Κοινότητα ως Προϊσταμένην των Αρχν και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ως θεσμόν εις ον υπάγονται εκκλησιολογικώς, ισχυρίζονται δε ότι η διαφορά των είναι μόνον προς τα πρόσωπα, του μεν συγκεκριμένου Οικουμενικού Πατριάρχου και των περί αυτόν ως ‘Οικουμενιστών’, εξ ου και δεν μνημονεύουν του ονόματος αυτού, των δε διοικούντων τας 19 Ι. Μονάς και των Αντιπροσπων των ως επικοινωνούντων μετά των ‘Οικουμενιστών’, εξ ου και δεν δέχονται εκκλησιαστικήν κοινωνίαν η ο,τιδήποτε θα ηδύνατο να θεωρηθή ως συμπροσευχή. Επσης εν σχέσει με την αναφοράν των εις την παράταξιν του ‘Αυξεντίου’ και νυν του διαδόχου του ‘Χρυσοστόμου (Κιούση)’ ισχυρίζονται ότι διατηρούν πνευματικήν επικοινωνίαν και ουχί σχέσιν υπαγωγής εις την αντίστοιχον εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν. Ούτω ισχυρίζονται, ότι δεν προσκρούουν εις το άρθρον 5 του Κ.Χ.Α.Ο.». Τέλος, εντελώς πρόσφατα, ο «ηγούμενος» Μεθόδιος στον λόγο που απηύθυνε κατά την Πανήγυρη της Αναλήψεως του 2002 στην Μονή δήλωσε μεταξύ πολλών άλλων τα ακόλουθα: «(τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο) δεν είναι δυνατόν να τον δεχθούμε ως ορθόδοξον Πατριάρχη»,...... «να γνωρίζετε της Εκκλησίας προδόται, ότι τον Οικουμενισμόν σας δεν τον λατρεύομε και τους ψευδοποιμένας που προωθήσατε για να φθείρουν την ποίμνην του Χριστού δεν προσκυνούμε. Και ο,τι θέλει ας γίνη».....«σας πληροφορώ, ότι ο κόσμος αρχίζει και καταλαβαίνει. Μόνο στο μοναστήρι μας από το Πάσχα εκατό σχεδόν άτομα έχουν γυρίσει με το παλαιό».
   Πρέπει να σημειωθεί, ότι το γεγονός της εξαρτήσεώς τους από κύκλους εκτός του Αγίου Όρους βρίσκει μία ισχυρή έκφραση και επαλήθευση σε προγενέστερη δήλωση του ίδιου, όπως αυτή καταχωρίζεται και εκτιμάται στην έκθεση της Ιεροκοινοτικής ’Επιτροπης, κατά την περιγραφή της συναντήσεώς της με αντιπροσωπία τους (σελ. 35): «Παραλλήλως δεν απεκρύπτετο η αίσθησις των εν τη Μονή ότι εξαρτώνται ηθικώς από τους εκτός Αγου Ορους οπαδούς των. Ο νυν ‘ Ηγούμενος’ εδήλωσεν ρητώς: ‘Φοβούμεθα μήπως μας θεωρήσουν προδότας. Και τους χρειαζόμεθα. Μπορεί τώρα να φαίνεται ότι δεν βοηθάμε την Ι. Κοινότητα εις τους κρισίμους αγώνας της, αλλά να έχετε υπ ψιν ότι κάποια στιγμή θα μπορέσουμε να ξεσηκώσουμε 2 – 2,5 εκ. ανθρώπους υπέρ του Αγου Ορους’. Βεβαίως αυτό μέχρι στιγμής ελειτούργησεν μόνον ως απειλή ταραχών κατά της Ι. Κοινότητος....» 
   Έναντι του ενδεχομένου της επανόδου τους στην κανονική τάξη εκδηλώθηκε το 1980 από πλευράς τους η επιθυμία να αποκατασταθεί η «διοικητική διάσταση», «αποκλειομένης μόνον της συμπροσευχής δια τους γνωστούς λόγους» (έγγραφο υπ’αρ. 80/5.6. 1980). 
    Στις πρόσφατες επαφές, σύμφωνα με την έκθεση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής (σελ. 32), εξετάστηκε εκ μέρους τους το ενδεχόμενο της επανόδου αποκλειομένης μόνον «της, δια λόγους συνειδήσεως, μη συμμετοχής (του τυχόν ορισθησομένου αντιπροσώπου) εις την σύντομον εναρκτήριον προσευχήν, δια παραμονής τούτου καθιστού η εκτός αιθούσης, με το αιτιολογικόν ότι άλλως θα προέβαινεν εις συμπροσευχήν μετά των επικοινωνούντων με την παναίρεσιν του Οικουμενισμού». Δηλώσεις περί αποκλεισμού της συμπροσευχής συναντώνται και σε επιστολές της «αδελφότητος» (όπως π.χ. ανοικτή επιστολή της 25.10.1994).
   Επίσης πρέπει να σημειωθεί, ότι με αφορμή διάφορα συμβάντα η εκάστοτε εμφανιζόμενη ως Διοίκηση της Μονής απέστειλε στην Ι.Κ., ως αρμοδία κατά τον ΚΧΑΟ Αρχή, γράμματά της.
    Τέτοια περίπτωση, εκτός από τις αναφερθείσες σε προηγούμενα σημεία αναγγελίες «εκλογών», αποτελεί και η αποστολή αιτήσεως προς την Ιερά Επιστασία το 1996 για απέλαση ενός «μοναχού» της.
18.   Ως προς την στάση των αγιορειτικών Αρχών, πέραν της επισήμου θέσεώς τους, δηλ. της μη αναγνωρίσεως της διοικήσεως και της εκπροσωπήσεως της Μονής, θέσεως που τηρήθηκε απαρέγκλιτα και της οποίας πάντοτε υπεραμύνθηκε η Ι.Κ., διαπιστώνεται μία, ούτως ειπείν, ανθρωπιστικού χαρακτήρα αντιμετώπιση των δηλουμένων αναγκών των φυσικών προσώπων που ενοικούν στην Μονή, υπό την έννοια ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, αυτά π.χ. απολαμβάνουν ατελειών καυσίμων, ασφαλίζονται στον ΟΓΑ κ.λπ., ενώ έχουν εκδοθεί κατά καιρούς ειδικά διαμονητήρια, έχει εγκριθεί η εξαγωγή πολυελαίου προς συντήρηση κ.ο.κ.
19. Ως προς την στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πέραν των προαναφερθεισών εκδηλώσεών του (Εξαρχίες, ποινές κ.λπ.), αξίζει να μνημονευθούν τα εξής: α) ότι ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την εκλογή του, αποπειρώμενος προφανώς να τείνει την χείρα, απέστειλε γράμμα προς τους εντός της Μονής, με την προσφώνηση «οσιώτατοι ο τε Καθηγούμενος και οι λοιποί Πατέρες της εν Αγίω Όρει Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Εσφιγμένου, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά της ημών Μετριότητος»· με το γράμμα τους καλούσε να «επανέλθουν εις την κανονικήν τάξιν και στοργικήν αγκάλην της Μητρός Εκκλησίας, ης αναπόσπαστον κανονικόν τμήμα αποτελεί και η Ιερά (αυτών) Μετάνοια». Η απάντηση των εντός της Μονής υπήρξε αρνητική. β) Παρόλον ότι δεν είναι γνωστή απόφαση περί κηρύξεως της Μονής η των ενοίκων της ως σχισματικών, εντούτοις σε έγγραφα του Πατριαρχείου από του 1999 και εξής η Μονή χαρακτηρίζεται ως «εν σχίσματι τελούσα» ενώ γ) το ίδιο σε έγγραφό του του 2000 θεωρεί την εκπροσώπηση της Μονής «ανύπαρκτη».
20. Σε σχέση με την στάση των κρατικών υπηρεσιών έναντι του θέματος, αξίζει να μνημονευθεί, ότι, μετά από μακροχρόνιο αγώνα που διεξήγαγαν οι εντός της Μονής, εν τέλει εισέπραξαν τα λεγόμενα μετοχιακά μισθώματα (ετησία οικονομική χορηγία ν. 1166/81) μέχρι το 2000.
   Ως σημαντικότερα σημεία της συγκεκριμένης υποθέσεως θεωρούνται τα ακόλουθα: α) η εκφρασθείσα με το έγγραφο 24299/ΙΙΙ-21/12.4.1983 θέση της 21ης Δ/νσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ότι «η διαφορά που υπάρχει μεταξύ της Ι.Μ.Εσφιγμένου και της Ι.Κ. του Αγίου Όρους για θέματα εκκλησιαστικά δεν αφαιρεί το δικαίωμα της Μονής να λάβει την κρατική επιχορήγηση, αφού εξακολουθεί να εκπληρώνει τον σκοπό, για τον οποίο της παρέχεται», β) η σταθερά εκφραζόμενη άποψη της ΔΑΟ «ότι κανείς δεν αρνείται το δικαίωμα της Ι.Μ.Εσφιγμένου να εισπράξει την ετήσια οικονομική χορηγία του Δημοσίου, μόνο που οι έκπροσωπούντες σήμερα την Ι.Μονή δεν την εκπροσωπούν νόμιμα» (έγγρα-φο Φ.31/ 7/8430/15.9.1983· βλ. και το ίδιου περιεχομένου έγγραφο Φ.31/7/ 10363/4.2.1987), γ) η εκφρασθείσα το 1985 γνώμη της Νομικής Δ/νσεως του Υπουργείου Οικονομικών (Πάρεδρος Φ. Γεωργακόπουλος), ότι «η εκλογή Ηγουμένου, ως προς την οποία δεν ετηρήθησαν οι όροι που τάσσονται στον Καταστατικό Χάρτη, είναι μεν ακυρώσιμος, όχι όμως και αυτοδικαίως άκυρος, και για το λόγο αυτό ως προς τους τρίτους η τυχόν ακυρώσιμος εκλογή Ηγουμένου παράγει πλήρη αποτελέσματα από την πλευρά της αστικής εκπροσωπήσεως της Μονής μέχρι την κατά νόμιμο τρόπο ακύρωσή της. Τα έγγραφα Φ21/7637/29.10.1982 και Φ21/730/22.7.1976 της Διοικήσεως Αγου Ορους και το έγγραφο 326Κ/8.7.1976 της Ι. Κοινότητος συνιστούν απλή έκφραση γνώμης και δεν αποτελούν πράξεις η αποφάσεις ακυρώσεως της γενομένης εκλογής. Επομνως κατά το μέτρο που η εκπροσώπηση της Μονής εξαρτάται από την εκλογή Ηγουμνου δεν υφίσταται αιτία για το λόγο αυτό μη καταβολής των σχετικών κρατικών οικονομικών ενισχύσεων».
     Ως προς τα μετοχιακά μισθώματα του 2001, εκδηλώθηκε συντονισμένο ενδιαφέρον της Ι.Κ. και της ΔΑΟ προς τις αρμόδιες Αρχές «προκειμένου να ανασταλεί οποιαδήποτε πληρωμή η είσπραξη χρηματικών ενταλμάτων επ’ ονόματι της Ι.Μ.Εσφιγμένου μέχρι να διευθετηθεί η εκκρεμότητα σχετικά με την μη νόμιμη εκπροσώπησή της» (έγγραφο 4173/31/7/20.9.201 της ΔΑΟ προς το Υπ. Οικονομικών μετά από γράμμα υπ’ αρ. Φ.2/34/1620/7-20.9.2001 της Ι.Κ.).
21.   Σημειώνεται τέλος ότι η «αδελφότητα» της Μονής κατά καιρούς έχει διακηρύξει τις θέσεις της γενικώς και προ πάντων κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη και των κοινωνούντων με αυτόν, τους οποίους συλλήβδην χαρακτηρίζει αιρετικούς. Τούτο συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει με επιστολές στον τύπο (π.χ. ανοιχτή επιστολή της 25.10.1994, επιστολή στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 13.4.1997, επιστολή στην εφημερίδα «Τύπος της Κυριακής» της 31.10.1999), αλλά και με εμφανίσεις των ιθυνόντων της (και μάλιστα του ίδιου του «ηγουμένου» της) σε τηλεοπτικούς η ραδιοφωνικους σταθμούς κ.λπ.. Επίσης αξίζει να μνημονευτεί σχετικά πρόσφατη (3.6.1998) επώνυμη καταγγελία προσκυνητού προς την ΔΑΟ για την κατάσταση στην Μονή· στην καταγγελία επισυνάπτεται έντυπο υβριστικό για τον Οικ. Πατριάρχη και προτρεπτικό για την μη μνημόνευσή του κ.λπ., που (κατά την καταγγελία) μοιραζόταν εντός της Μονής. Τέλος σημειωτέον, ότι η «αδελφότητα» εσχάτως εκδίδει περιοδικό υπό τον τίτλο «Βοανεργές». Στο δεύτερο τεύχος του μεταξύ άλλων φιλοξενείται και ο πανηγυρικός λόγος του «ηγουμένου», αποσπάσματα του οποίου μνημονεύσαμε παραπάνω στην παράγραφο 17. ].
 Σπύρος Τρωϊάνος       Χαρ. Παπαστάθης    Διογ. Καραγιαννακίδης
Ομότιμος Καθηγητής      Καθηγητής Παν/μίου         Διδάκτωρ Νομικής
Παν/μίου Αθηνών           Θεσσαλονίκης                       Δικηγόρος