Θαυμάσια τοιχογραφία τής Παναγίας στόν Ι. Ναό Πρωτάτου Αγίου Όρους .
Εικόνα τού Αγίου Νικολάου στήν Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου .
Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στό Άγιον Όρος .
Βρισκόμαστε
στον Νοέμβριο του 1976, όταν ο πατήρ Ανδρέας, πού είχε αποσυρθεί από
την ηγουμενία της Μονής του Αγίου Παύλου, γέροντας πιά, θέλησε να
απομακρυνθεί στην ησυχία, σ' ενα αγρόκτημα του μοναστηριού στην
τοποθεσία Moνoξυλίτης, το οποίο βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της
χερσονήσου του ʼγίου Όρους, και το εκκλησάκι του τιμάται στον ʼγιο
Νικόλαο.
Η
θάλασσα μπροστά στο μετόχι έχει πολλούς βράχους, ενώ τρεις από αυτούς,
πολύ όμοιοι μεταξύ τους, ονομάζονται τρία αδέλφια. Το κτίριο του
μετοχιού δέν είναι ορατό απο την θάλασσα διότι, είναι κτισμένο πίσω απο
τον λόφο. Ο πατήρ Ανδρέας συνήθιζε να κατεβαίνει στην παραλία, κατά
διαστήματα με το κομποσκοινάκι στο χέρι και προσευχόμενος, μάζευε αν
εύρισκε κανένα ξυλαράκι γιά τήν φωτιά.
Μιά
μέρα ξέσπασε τρομερή θύελλα, με καταρρακτώδη βροχή και θαλασσοταραχή,
κάνοντας ζημίες σε όλη την περιοχή. Όταν η μπόρα πέρασε, ο πατήρ Ανδρέας
αποφάσισε να κατεβεί στην παραλία για να μαζέψει τα ξύλα που θά'χε
βγάλει η θάλασσα, ξύλα χρήσιμα για το τζάκι. Σκεφτόταν, ότι μετά μιά
τέτοια θαλασσοταραχή, ίσως υπήρχε ανάγκη να βοηθήσει κάποιον σε
δυσκολία.
Στην
παραλία, λίγο πιο πέρα από εκεί που ο Γέροντας μάζευε ξύλα, είδε κάτι
που έμοιαζε με σώμα ανθρώπου. Αμέσως σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν κάποιος
ναυαγός, που ίσως είχε ανάγκη από βοήθεια. Όταν λοιπόν πλησίασε, είδε
ότι επρόκειτο γιά μία γυναίκα, μαυροφορεμένη σάν καλόγρια, που καθόταν
σ' ενα βράχο, κρατούσε στα γόνατα της ένα βιβλίο και έγραφε. Είχε επίσης
δίπλα της ακόμα δύο βιβλία.
Έκπληκτος
και παρόλο που στο 'Αγιον 'Ορος απαγορεύεται η είσοδος στις γυναίκες,
την ρώτησε με την χαρακτηριστική διάλεκτο των κατοίκων του νησιού της
Κεφαλονιάς, όπου προερχόταν: "Ποιά είσαι, κυρά μου; Και τι θέλεις εδώ;
Μήπως θέλεις βοήθεια"; 'Οχι, Γέροντα, του αποκρίθηκε, δεν θέλω
βοήθεια."Εγώ είμαι εδώ και αυτή τη δουλειά κάνω". "Και τι είναι αυτά τα
τρία βιβλία που έχεις μαζί σου"; Και η κυρία του απαντά: "Στο πρώτο
γράφω τα ονόματα όσων έρχονται σε αυτόν τον Τόπο, στο δεύτερο τα ονόματα
αυτών που φεύγουν και στο τρίτο, που είναι το βιβλίο της ζωής, γράφω τα
ονόματα αυτών που μένουν εδώ έως το τέλος".
Μη
θέλοντας να ενοχλήσει περισσότερο ο πατήρ Ανδρέας μιά και δεν υπήρχε
καμμιά ανάγκη, και χωρίς να εννοεί αυτά που είδε και άκουσε, πήρε το
δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Την ώρα του αποδείπνου πήγε στη
εκκλησία, για να προσευχηθεί. Όταν λοιπόν άρχισε να λέει τους
χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και ψέλλισε: "Τό
προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει...", άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του
και αντιλήφθηκε ότι όσα είχαν προηγηθή δεν ήσαν συνήθη πράγματα και ότι η
κυρία που είχε συναντήσει, ήταν η ίδια με την εικόνα της Παναγίας, και
τότε μόνον κατενόησε, με ποιάν είχε συναντηθεί.
Γύρισε
αμέσως όσο πιό βιαστικά μπορούσε στην ακτή ο καλός Γέροντας, παρόλο που
η ηλικία του ήταν προχωρημένη και το μονοπάτι όχι εύκολο, γιά να
συναντήσει τη Μητέρα που αγαπούσε θερμά από παιδί, και στην οποία
πάντοτε κατεύθυνε τις προσευχές του για τη σωτήρια του, και στην οποία
απόθετε κάθε του ελπίδα. Φώναζε λοιπόν με όλη του την αγάπη: Παναγία
μου, Παναγία μου. Μα, την Κυρία Θεοτόκο, πού φαινομενικά μόνον δεν
βρισκόταν πιά εκεί, πρόδιδε το γλυκό και υπερκόσμιο άρωμα Της, που είχε
κατακλύσει την περιοχή.
Tο
περιστατικό το εξομολογήθηκε ο πατήρ Ανδρέας στον πνευματικό του πατέρα
Διονύσιο, από τήν Μικρή Αγία ʼννα, όπως οφείλουν βέβαια να κάνουν όλοι
οι μοναχοί, προκειμένου να αποφύγουν τις πλάνες του αοράτου εχθρού, ο
οποίος μετασχηματίζεται ακόμη και σε άγγελον φωτός, όπως λέει ο
Απόστολος Παύλος. Ο πνευματικός γνώριζε καλά την αρετή τού Γέροντα, τον
καθησύχασε, λέγοντάς του, με την πληροφορία που είχε ως πνευματικός, ότι
επρόκειτο γιά την Παναγία. Τότε ό γερο Ανδρέας, τού είπε: Καλά άγιε
πνευματικέ. Μόνον σέ παρακαλώ, να μην το πεις πουθενά μη νομίσουν ότι
είμαι και κανένας άγιος. Πραγματικά ο πνευματικός σεβάστηκε τήν επιθυμία
τού Γέροντα. Έκτοτε, μερικές φορές που ο Γέροντας έλεγε τους
χαιρετισμούς της Παναγίας μας, τό καντήλι Της εκινείτο, για να του
θυμίζει εκείνη τήν συνάντηση.
Το
περιστατικό βέβαια αυτό, μόνο τυχαίο δεν ήταν. Ο Γέροντας ήτο αυτό που
λέμε στην καλογερική αγωνιστής. Καταγινόταν δηλαδή αόκνως με τά
πνευματικά, ενώ είχε τό χάρισμα να κοιμάται λίγο, νά ξυπνάει νωρίς καί
νά προσεύχεται αδιάλειπτα. Δεν ήτο λοιπόν καθόλου παράξενο, που τόν
τίμησε η Παναγία μας μέ την παρουσία Της. Και όχι μόνον η Παναγία . . .
Κατά την παραμονή του στο Μετόχι ο Γέροντας, δέχθηκε τις επισκέψεις Μοναχών της Μονής Εσφιγμένου
οι οποίοι τον προέτρεπαν να ενταχθή στην αδελφότητα της Μονής των η
οποία ήδη είχε αποκοπή απο το υπόλοιπο ʼγιον Όρος. Προβάλλοντας τα
επιχειρήματα, για τα οικουμενικά ανοίγματα ορισμένων εκκλησιαστικών
υπευθύνων τον προέτρεπαν να ασπασθή τον "ζηλωτισμό" για την ακρίβεια της
πίστεως. Ο αγαθός Γέροντας άρχισε να ταλαντεύεται στον λογισμό και ως
εκ τούτου θεώρησε απαραίτητο να εντείνει τις προσευχές και ικεσίες πρός
Κύριον για μια τέτοια απόφαση. Το δίλημα ήταν μεγάλο, πως να αφήση την
Μετάνοιά του και τους αδελφούς του και να αποκοπή απο αυτούς; Απο το
άλλο μέρος οι νουθετούντες προέβαλαν την Πίστη ως κινδυνεύουσαν και ως
προδοθείσαν και άρα κατ' αυτούς θα έπρεπε να απαρνηθή τα προηγούμενα για
να φυλάξη την Πίστη.
Στη
σύγχηση αυτή των λογισμών, τον επισκεύθηκε ενας ιερωμένος. Είχε γαλήνια
όψη και πρόσωπο ιλαρό πραγματική "εικόνα πραότητος". Γέροντα του λέει
έχε την Ειρήνη του Θεού, απο που πάει ο δρόμος για τις Καρυές;
Προσεφέρθη ο αγαθός Γέροντας να τον οδηγήση. Πώς ονομάζεσε πάτερ; τον
ρώτησε. Πάτερ Νικόλαος, απάντησε ο διαβάτης. Απο που είσαι; Απο την
Κύπρο ξεκίνησα. Τον αποχεραίτησε αφού τον έδειξε το μονοπάτι και έκανε
την κίνηση της επιστροφής πρός το Μετόχι. Αμέσως όμως σκέφθηκε. Δεν τον
ρώτησα τον άνθρωπο μήπως πεινάει; μήπως χρειάζεται κάτι; Έχει πολύ δρόμο
να διανύσει. Γυρίζει λοιπόν και τον φωνάζει πάτερ Νικόλαε, πάτερ
Νικόλαε, πάτερ, πάτερ. Ο πατήρ είχε εξαφανισθή ενώ φυσιολογικά δεν θα
είχε βαδίσει ούτε δέκα μέτρα. Μαζί με τον διαβάτη που αοράτως
εξαφανίσθηκε, εξαφανίσθηκαν και οι λογισμοί του Γέροντος και ειρήνευσε
διότι, παρ' όλη την ευαισθησία που είχε στα θέματα της πίστεως η
προτροπή των συμβουλευσάντων αυτόν θα τον έβγαζε απο την Εκκλησία. Έτσι ο
πατήρ Νικόλαος ο οποίος προφανώς ήταν ο ʼγιος Νικόλαος του έδειξε τον
δρόμο για να πορευθή το υπόλοιπο της ζωής του, δηλαδή να μην απομακρυνθή
απο την Εκκλησία. Ας σημειώσουμε ότι κατά μία παράδοση ο ʼγιος Νικόλαος
"ξεκίνησε" την ιερατική του σταδιοδρομία απο την Μονή των Ιερέων η
οποία βρίσκεται κοντά στην Πάφο της Κύπρου.
Όταν
ο Γέροντας λόγω ηλικίας εβάρυνε, επέστρεψε στο Μοναστήρι του Αγίου
Παύλου γιά νά γηροκομηθεί. Εκεί δούλευε πολλά χρόνια ένας εργάτης, πολύ
τίμιος και ευλαβής, ο οποίος όμως αρρώστησε βαριά και ήταν κατάκοιτος.
Λίγο λοιπόν πριν πεθάνει, του πρότεινε ο ηγούμενος να τον κάμει
καλόγερο, καθώς με το μοναχικό σχήμα, που είναι ένα δεύτερο βάπτισμα,
συγχωρούνται όλες οι αμαρτίες της ζωής. Ο εργάτης δάκρυσε όταν άκουσε
την πρόταση του ηγουμένου, και δέχτηκε μετά χαράς.
Έτσι
κοιμήθηκε εν Κυρίω ως μοναχός, και μάλιστα στις 2 Φεβρουαρίου, πού το
Μοναστήρι του Αγίου Παύλου έχει το μεγάλο του πανηγύρι της Υπαπαντής.
Αυτόν λοιπόν τον εργάτη ο πατήρ Ανδρέας, τον έφερνε και ξανάφερνε ως
παράδειγμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Μα πόσο τον αγαπούσε αυτόν τον
άνθρωπο η Παναγία μας; Τέτοια τιμή, να τον πάρει στό πανηγύρι Της"!
Ξημέρωνε
η 2α Φεβρουαρίου τού έτους 1987. Το Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου
πανηγύριζε τήν εορτή τής Υπαπαντής του Κυρίου. Αίφνης μιά είδηση
απλώθηκε από στόμα σε στόμα, και άφηνε ανάμικτα συναισθήματα. Έπρεπε
κανονικά να είναι λυπητερή, όμως στό άκουσμά της γέμιζε τους πατέρες με
αναστάσιμη ευφορία. Ο πατήρ Ανδρέας εκοιμήθη εν Κυρίω κατά τήν διάρκεια
της ολονυκτίας. Τέλος Οσιακό. Την επομένη κατά την εξόδιο ακολουθία, ο
πνευματικός του αποκάλυψε δημόσια όλα αυτά τα γεγονότα, τα οποία
επεσφράγισαν την μεγάλη αρετή του ανδρός. Ο πατήρ Ανδρέας ετάφη στο
κοιμητήρι της Μονής του Αγίου Παύλου, και προστέθηκε μετά των πατέρων
αυτού. Ας έχουμε την ευχή του.